Μη μου λες αντίο (Μεταίχμιο Pocket)

[ 16 ] λη για ένα μόνο τέταρτο, ε, αυτό είναι κάτι που λίγοι θα έκαναν. Πολύ λίγοι. Ευτυχώς, τουλάχιστον, τον περασμένο χρόνο κατάφε- ραν να βρίσκονται λίγο περισσότερο. Επιπλέον, κάτι ακόμα που εκτίμησε ιδιαίτερα η Χριστίνα στον Φίλιππο ήταν ότι δεν την είχε ποτέ μα ποτέ πιέσει γι’ αυτό. «Μωρέ, κάτσε να πάρω καλά αποτελέσματα και θα δεις εσύ, κουκλί μου, τι δώρο θα σου κάνω!» σκέφτηκε η Χριστίνα κι ένιωσε ένα κάψιμο στο στέρνο. Ήταν πια δεκαοχτώ χρονών γυναίκα. Ήταν πια καιρός. Και τότε, το μισοδιαλυμένο τηλέφωνο ξαναχτύπησε. Τέρμα οι τούμπες και τα σάλτα. Αυτή τη φορά μπορεί να ήταν η θεία η Θανα- σία για να της πει να ενημερώσει τη μάνα της ότι ο χασάπης έφερε φρέσκια μοσχαροκεφαλή. Ή μπορεί να ήταν καμιά ενοχλητική πω- λήτρια από κάποια εταιρεία μάρκετινγκ. Ήμπορεί να ήταν ο μάστο- ρας που είχε φωνάξει ο πατέρας της για να εκκενώσει τον βόθρο που βούλωσε. Ή μπορεί... Πήρε μια βαθιά ανάσα και... «Ναι;» «Ρούλα, εδώ. Κρατήσου, μαλάκα. ΒΓΗΚΑΝ !!! Μου τηλεφώνησε ο Κουτρουμπός. Όπου να ’ναι θα τα αναρτήσει ο λυκειάρχης». «Βάλε φτερά και τρέξε να με πάρεις. ΤΡΕΞΕ !!!» Η Χριστίνα έκλεισε ορμητικά το εξωγήινο κοτόπουλο, που ήταν κάποτε τηλέφωνο, κι έτρεξε σαν σίφουνας κάτω, στο πρώτο πάτω- μα του διώροφου σπιτιού της. ΒΡΗΚΕ ΤΗ ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΝΑ ΚΑΘΕΤΑΙ μαζί με τη θεία τη Θανασία έξω στην αυλή. Ο πατέρας της στεκόταν όρθιος λίγο πιο πέρα και κου- νούσε, ως συνήθως, τα χέρια του σαν ανεμόμυλος. Ήταν επίσης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=