Η μητρική γλώσσα

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ [ 15 ] σταση, τηλεφώνησα στον πατέρα μου. Ήλπιζα ότι θα το σήκωνε, λόγω της μέρας, αλλά δεν το σήκωσε. Μπορεί να μην ήταν σπίτι. Σπάνια απαντάει στο τηλέφωνο ο πατέρας μου, το κουδούνισμά του τον παραλύει, τον τρομοκρατεί. Τον είδα μια φορά να μαζεύεται στο βάθος της πολυθρόνας του και να σφίγγει με δύναμη τα ξύλινα μπράτσα της. Κοίταζε τη συσκευή σαν να τη θεωρούσε ικανή να του επιτεθεί. – Δεν θες ν’ απαντήσω εγώ; του πρότεινα. – Όχι, είπε σιγανά. Σου το απαγορεύω. – Μπορείς να μου πεις τι ακριβώς φοβάσαι; Με κοίταξε, δεν ήταν πια φοβισμένος, το τηλέφωνο είχε σωπάσει. Σαν πονεμένο μου φάνηκε το βλέμμα του. – Υπάρχουν φόβοι που δεν εξηγούνται, είπε. Όταν ξέρει ότι τον παίρνω εγώ –έχουμε συνεννοηθεί να του τηλεφωνώ στη μία το μεσημέρι–, το σηκώνει, αλ­ λά και πάλι αργεί, το αφήνει να χτυπήσει τουλάχιστον είκοσι φορές μέχρι ν’ απαντήσει. Τον φαντάζομαι να το πλησιάζει με μικρά βήματα, ν’ απλώνει τρέμοντας το χέ­ ρι του. Εντούτοις του συμβαίνει να το σηκώνει αμέσως: – Το κουδούνισμά του μου είναι τόσο ανυπόφορο με­ ρικές φορές, που προτιμώ να το διακόψω το ταχύτερο. Απαντώ πριν προλάβω να φοβηθώ. Δεν έχει πρόβλημα, αντιθέτως, να καλέσει εκείνος έναν αριθμό. Μου τηλεφωνεί συχνότατα, χωρίς σπουδαίο λό

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=