Η μητρική γλώσσα

[ 9 ] 1 Ε ίμαι σε μια τάξη. Οι μαθητές είναι όλοι σχετικά μεγάλοι στην ηλικία και μάλλον φτωχικά ντυμένοι. Είναι μετανά­ στες. Oχώρος είναι επίσης φτωχικός και κακοφωτισμένος. Ήρθα αργοπορημένος. Ταυτόχρονα έφτασε και μια γυ­ ναίκα που αντιπαθώ, μια Γαλλίδα, κάθισε πίσω μου. «Κά­ ποια στιγμή θα της τα πω» σκέφτομαι. Δεν παρακολουθώ καθόλου τι λέει ο καθηγητής, μια θολή μορφή που βρί­ σκεται μακριά. Μπορεί και να μη μιλάει. Γυρίζω ξαφνικά και της τα λέω. «Ξέρω τι έχεις πει για μένα, παλιοκαργιό­ λα» της λέω «όλα όσα έκανες σε βάρος μου». Έχει πολύ μικρά μάτια, δεν καταλαβαίνω αν κοιτάει εμένα ή τον κα­ θηγητή. Παρατηρώ πέντε λέξεις γραμμένες στο τετράδιό της, πότε τις έγραψε, πότε τις υπαγόρευσε ο καθηγητής; Είναι γραμμένες στον ενικό και στον πληθυντικό. Της πρώτης, της λέξης ρίζι (αλλά δεν σημαίνει ρύζι, το γνωστό μας ρύζι), ο πληθυντικός σχηματίζεται με την προσθήκη του γράμματος ν, κάνει ρίζιν . Μαθαίνω μια καινούργια ξένη γλώσσα παρέα με μια αντιπαθέστατη γυναίκα. ***

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=