Η μητρική γλώσσα
ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ [ 20 ] Φάγαμε στον κήπο. Μεγάλα σύννεφα περνούσαν γρήγορα στον ουρανό και σκίαζαν κάθε τόσο το τραπέ ζι. Κάποιος αμόλησε έναν μικρό άσπρο αετό, που σκά λωσε, όπως παλιά, στα σύρματα του ηλεκτρικού. Με πλησίασαν μερικές φοιτήτριες, ήξεραν από τον Θοδωρή ότι είμαι σκιτσογράφος κι ότι ζω στο Παρίσι, μου μίλη σαν κατευθείαν στον ενικό. Μ’ ευχαρίστησε αυτό. Θυ μήθηκα κάποιους Γάλλους, γνωστούς μου από χρόνια, με τους οποίους εξακολουθώ να μιλάω στον πληθυντικό. Στον πληθυντικό μιλάω και με τη Βερονίκ Καριέ, την αρχισυντάκτρια της Μιρουάρ ντε λ’Ερόπ. Με καλεί σπί τι της για δείπνο μια φορά τον χρόνο, κάθε Ιούνιο. Είναι παντρεμένη μ’ έναν εθνολόγο που πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του στη ζούγκλα του Αμαζόνιου. Έχει φέρει πολλά αντικείμενα κατασκευασμένα από τους Ιν διάνους, αλλά τίποτε στη συμπεριφορά του δεν σου επι τρέπει να μαντέψεις ότι έζησε κοντά τους. Δεν μου είναι εύκολο να φανταστώ αυτόν τον κομψό και ηλικιωμένο κύριο πάνω σε μια σχεδία με το περίστροφο στο χέρι. Φεύγω από το σπίτι τους στις έντεκα παρά τέταρτο ακριβώς: έχω την εντύπωση ότι θα έκριναν βεβιασμένη την αναχώρησή μου αν έφευγα στις δέκα και μισή, και καθυστερημένη αν έμενα μέχρι τις έντεκα. Με αποχαι ρετούν χωρίς να περάσουν το κατώφλι του σπιτιού τους. Είμαι αναγκασμένος να τους γυρίσω την πλάτη για να
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=