Η μητρική γλώσσα

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ [ 19 ] απαρατήρητη η ιδιομορφία της σχέσης τους άρχισε κά­ ποια στιγμή να με νευριάζει, σαν παράσταση που τρα­ βάει σε μάκρος. – Μια νύχτα θα σηκωθεί αθόρυβα από το κρεβάτι, είπα στον Θοδωρή, θα φορέσει τα παπούτσια του και θα της τραβήξει μια κλοτσιά στη μούρη. – Σε διαβεβαιώ ότι την αγαπάει πολύ…Τα πάνε πολύ καλά οι δυο τους. Η διάθεσή μου ήταν καλή μέχρι την ώρα του φαγητού, και λίγο μετά. Δύο αρνιά δώσαμε εντέλει για ψήσιμο στον φούρνο, αγοράσαμε κι ένα κοκορέτσι, το πήραμε μαζί με τη σούβλα του για να μπορούμε να το ζεστάνουμε στο τζάκι. Το τοποθετήσαμε λοξά στο πίσω κάθισμα του αυ­ τοκινήτου. Ήταν τυλιγμένο σ’ εφημερίδες. – Ποιος θα τα φάει όλ’ αυτά; είπε η Μαριλένα. Θα δείτε που δεν θα φάμε ούτε τα μισά! Είχε δίκιο, δεν φάγαμε ούτε τα μισά. Το ένα αρνί έμει­ νε σχεδόν άθικτο. Το τραπέζι ήταν γεμάτο φαγητά όταν τελειώσαμε το γεύμα, κι είχαν περισσέψει κι άλλα στην κουζίνα. Η μητέρα μου μας τάιζε ψωμί με μαργαρίνη στην οποία φύτευε μικρά κομματάκια από ελιές. Οι φέτες έμοιαζαν με τραπουλόχαρτα. Σταδιακά, οι ελιές αντικα­ ταστάθηκαν από τυρί, αυγά και κεφτέδες κομμένους στα δύο. Έβλεπα να διαγράφεται στις φέτες του ψωμιού η ανοδική πορεία της ελληνικής οικονομίας.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=