Η μητρική γλώσσα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ [ 18 ] πάνω από την εξώπορτα με τον καπνό του κεριού του. Την είχα ξεχάσει αυτή τη συνήθεια. «Δεν έχω ιστορία» σκέφτηκα. Υπάρχουν ακόμη στα μπατζάκια του παντε­ λονιού μου ίχνη από το κερί που έσταζε καθώς προχω­ ρούσα. – Θα κάψεις τον καναπέ έτσι όπως καπνίζεις! μου είπε η Μαριλένα. Κοιμήθηκα στον καναπέ. Με ξύπνησε τα χαράματα μια γυναίκα που καθάριζε πατάτες στη γωνία του σαλονιού και τις πέταγε σ’ έναν κουβά με νερό. Είχε γκρίζα μαλλιά και μυώδη πόδια, η φούστα της ήταν ανασηκωμένη μέχρι τα γόνατα. Γνώρισα τον φίλο της, έναν τριανταπεντάρη ωχρό κι αδύνατο, που στεκόταν παράμερα και μιλούσε λίγο. Οι κινήσεις του ήταν συγκρατημένες, μετρημένες, σαν να ένιωθε πρόωρα γερασμένος, σαν να είχε τη δική της ηλικία. Εκείνη ήταν γύρω στα εξήντα. Τον περνούσε σχεδόν ένα κεφάλι. Πρέπει να είχαν επίγνωση της ανομοιό­ τητάς τους γιατί κρατούσαν πάντα κάποια απόσταση ο ένας από τον άλλο. Της χαμογελούσε από μακριά. Ακόμη και το χαμόγελό του έδειχνε άνθρωπο κουρασμένο, που χαμογελά χωρίς κέφι, από υποχρέωση. Εκείνη, αντίθετα, επιδίωκε να φαίνεται πιο νέα, βρι­ σκόταν σε συνεχή δραστηριότητα, πηγαινοερχόταν ζωη­ ρά, χόρεψε κιόλας μετά το γεύμα, αλλά δίχως καμία χάρη. Η προσπάθεια που έκαναν και οι δύο για να περάσει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=