Η μητρική γλώσσα

Η ΜΗΤΡΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ [ 17 ] ρασα τη μέση της δεύτερης σελίδας. Δεν έχω διαβάσει τα Ευαγγέλια. Οι γνώσεις μου για τη θρησκεία περιορίζονται σε κάποιες σκηνές –η πρώτη που μου έρχεται στον νου είναι η θυσία του Αβραάμ–, στον πρώτο στίχο δύο ή τριών ψαλμών, σε σκόρπιες φράσεις: «῎Αφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασι τὶ ποιοῦσι», «῾Ο ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω». Δεν είχα αδυναμία σε καμία τελετή, ούτε καν στην περιφορά του Επιταφίου. Η θρησκεία δεν με γοήτευε. Μου προξενούσε στενόχωρα συναισθήματα. Τρακατρούκες, καπνογόνα και φωτοβολίδες χαιρέ­ τησαν την αναγγελία της Ανάστασης. Οι τρακατρούκες έσκαγαν σε ρυθμό πολυβόλου. Αναρωτήθηκα πώς θ’ αντι­ δρούσε ο πατέρας μου αν άκουγε αυτό το πανδαιμόνιο. Θα τρόμαζε άραγε; Μπορεί και να διασκέδαζε. Ένα με­ γάλο άσπρο σύννεφο γέμισε τον χώρο, δίνοντας την αί­ σθηση ότι το εκκλησάκι και ο κόσμος γύρω του βρίσκο­ νταν ψηλά στον ουρανό. Οι φλόγες των κεριών, που πολλαπλασιάζονταν, συμπλήρωναν την εικόνα με ζωηρά αστεράκια. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τα κεριά μας αναμ­ μένα σ’ όλη τη διαδρομή, να μεταφέρουμε δηλαδή στο σπίτι τη φλόγα που μας είχε δώσει η εκκλησία. Όταν έσβηνε ένα, το ξανανάβαμε από τη φλόγα ενός άλλου κι όχι με τον αναπτήρα. Το δικό μου έσβησε μόνο μια φορά. Κάποιος σχεδίασε έναν μαύρο σταυρό στο πρέκι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=