Η μητρική γλώσσα

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΛΕΞΑΚΗΣ [ 16 ] γο τις περισσότερες φορές, επειδή έχει όρεξη για κουβέ­ ντα ή για να μου διηγηθεί ένα όνειρο που είδε. Με εκ­ πλήσσει λιγάκι που ο πατέρας μου εξακολουθεί να ονει­ ρεύεται. Νόμιζα ότι σταματά κανείς να βλέπει όνειρα μετά από κάποια ηλικία, όπως παύει να κάνει σχέδια. Πίστευα ότι οι νύχτες των γερόντων είναι βουβές. Ο πα­ τέρας μου είναι ογδόντα τριών ετών. Σταθήκαμε στο προαύλιο της μικρής εκκλησίας της Σταμάτας, που ήταν γεμάτο κόσμο. ΟΘοδωρής μού έδει­ ξε τις γάμπες μιας ξανθιάς με κοντό κόκκινο φόρεμα. Φορούσε κόκκινα παπούτσια με τακούνι. Η λειτουργία ακουγόταν από τα μεγάφωνα. Μπήκα μια στιγμή στο εκκλησάκι για να πάρω κεριά. Οι περισσότεροι μέσα στον ναό ήταν ηλικιωμένοι. Το φως των κεριών έδινε ένα ζεστό, σχεδόν νεανικό χρώμα στο πρόσωπό τους. Είχα χρόνια, τουλάχιστον όσα χρόνια ζω στη Γαλλία, να μπω σε εκ­ κλησία. Ούτε όταν ήμουν παιδί πήγαινα συχνά. Δεν θυ­ μάμαι οι γονείς μας να μας υποχρέωσαν ποτέ, τον αδελ­ φό μου κι εμένα, να παρακολουθήσουμε τη λειτουργία. Παρατηρούσα τις γυναίκες που σταυροκοπιόντουσαν στο λεωφορείο όποτε περνούσε μπροστά από εκκλησία: έκαναν τη χειρονομία αυτή βιαστικά και πρόχειρα όταν ο ναός ήταν ασήμαντος, επιδεικτικά όταν ήταν επιβλη­ τικός. Έτυχε ν’ ανοίξω μερικές φορές τη Βίβλο –έκλεψα μάλιστα μία από ένα ξενοδοχείο–, αλλά ποτέ δεν ξεπέ

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=