Μην το πεις πουθενά

Μ Η Ν Τ Ο Π Ε Ι Σ Π Ο Υ Θ Ε Ν Α 17 «Συγγνώμη, συγγνώμη» του φώναξα, ζουλώντας τα μάγου- λά μου για να μην καταλάβει ότι χαμογελάω. Πάντα μάζευα μικροπράγματα, σαν ρακοσυλλέκτης. Έναν κόκ- κο σκόνης να έβλεπα να γυαλίζει, άπλωνα τα χέρια και προ- σπαθούσα να τον αρπάξω. Ακόμα και τις στρώσεις τα χνούδια στη γωνία, που έμοιαζαν με στοίβα από ρούχα επάνω στην καρέκλα. Περνούσα τα χέρια μου κάτω από τα χαλάκια, για να δω τι μπορεί να ζούσε εκεί. Μάζευα τη βρόμα σαν θησαυρό. Εκείνο το βράδυ, όμως, έγινα κανονική κυνηγός. Κυνηγός της πραγματικής μου οικογένειας. Κυνηγός των νημάτων που αφήνουν πίσω τους τα φαντάσματα. Και οι χαμένες ψυχές.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=