Μην το πεις πουθενά

K A T E H A M E R 16 ήδη φουσκάλες από το πρώτο άναμμα. Ακούμπησα τη μικρή φλόγα του σπίρτου σε καθένα ξεχωριστά, έκλεισα τα μάτια μου και άρχισα να σκέφτομαι με πάθος την ευχή μου. Τα δί- δυμα αστέρια των πραγματικών μου γονιών περιστρέφονταν σε τροχιά γύρω από το κεφάλι μου τρεμοσβήνοντας. «Ελάτε να με πάρετε» ψιθύρισα. Από την πίσω πόρτα, ο Σκιάς είχε μεταφερθεί πια στα σκαλιά και καθόταν εκεί σαν καμπουριασμένο αγόρι. Μου έκανε χώ- ρο να καθίσω, κι εγώ του ψιθύρισα: «Μάντεψε. Ο Μικ και η Μπάρμπαρα δεν είναι οι πραγματικοί μου γονείς». Ένιωσα τα καμπυλωτά οστά του αυτιού του να χαϊδεύουν τα χείλη μου και μου φάνηκε πως ρίγησε από ενθουσιασμό. Ύστερα κλείστηκα στο μπάνιο και γέμισα την μπανιέρα ώσπου να σκεπαστούν οι τοίχοι από τους υδρατμούς. Φαντά- στηκα τους πραγματικούς μου γονείς να ξεπροβάλλουν μπρο- στά μου μέσα από τα άσπρα σύννεφα. Η μητέρα μου μου έμοιαζε, αλλά είχε μια σπίθα παγερής γοητείας. Ο πατέρας μου είχε τα ίδια κατάμαυρα μαλλιά μ’ εμένα και φορούσε ένα αδιάβροχο με ζώνη, σαν αυτά που φορούσαν οι άντρες στις παλιές ταινίες. Άπλωσα το χέρι μου για να τους πιάσω, όμως το δάχτυλό μου τους έκανε να διαλυθούν σε εκατοντά- δες σταγονίδια που έπεσαν ξανά μέσα στην μπανιέρα, σαν βροχή, οπότε άνοιξα τη βρύση για να δημιουργηθούν κι άλλοι υδρατμοί. «Ελάτε να με βρείτε» ικέτεψα πάλι, φέρνοντας τα βρεγμέ- να γόνατα στο στήθος μου. «Ρούμπι». Αναρωτήθηκα πόση ώρα είχε περάσει ο Μικ πίσω από την πόρτα, παραμονεύοντας. «Σαν πολύ ζεστό νερό δεν χαλάς; Απ’ ό,τι ακούω, ένα πεντόλιρο έχει τρέξει σίγουρα τόση ώρα».

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=