Μην το πεις πουθενά

K A T E H A M E R 14 «Κάτσε κάτω» μου είπε. Του ξέφυγα και κάθισα στην απέναντι πλευρά του τραπε- ζιού, κρατώντας το κεφάλι μου. «Ω, Θεέ μου» μουρμούρισε η Μπάρμπαρα. Φαινόταν ζε- ματισμένη, λες και όση ώρα ήμουν έξω είχε γίνει καβγάς. «Θεούλη μου». Κάθισε σε μια καρέκλα και σταύρωσε τα χέρια της. «Ήσουν μωράκι όταν σε πήραμε, Ρούμπι» μου είπε. «Δεν είναι εύκολο να τα σκέφτεται κανείς τώρα όλα αυτά». «Ήμουν πολύ πιο μικρή από…» «Ναι» μου απάντησε βιαστικά. «Δεν ήταν όμως σαν εκείνη» είπε ο Μικ. Σαν την κόρη τους. Την Τρούντι. Η Τρούντι είχε πεθάνει όταν ήταν τριών. Μόνο που ο Μικ την αποκαλούσε πάντοτε «μπιζελάκι». Όταν μεθούσε, έκλαιγε για χάρη της, με χοντρά δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του και έσταζαν στο σακάκι του. «Όχι. Ήσουν ένα μικρό…» είπε η μαμά. «Δυνατό όμως». «Γκρινιάρικο» τη διέκοψε ο μπαμπάς. Πιλάτευε τα κου- μπιά της κουζίνας, έχοντας γυρισμένη την πλάτη του προς εμάς. Έβγαλε ένα σπίρτο για να ανάψει τη φωτιά κάτω από τον βραστήρα και ο αέρας όλος μύρισε θειάφι. Παρότι στε- κόμουν πίσω του και λίγο στο πλάι, έβλεπα το κοκοράκι των μαλλιών του να ξεπροβάλλει σαν κέρατο από το κεφάλι του. Τώρα που δεν ήταν πια τόσο κοντά μου, τόλμησα να λύσω τα δάχτυλά μου, που τα είχα πλέξει σαν δίχτυ προστασίας γύρω από το κρανίο μου, παρότι ο κρόταφός μου εξακολου- θούσε να χτυπάει. Το πρόσωπο της μαμάς έδειχνε φοβερά κουρασμένο κάτω από την αφάνα των μαλλιών της. Την έχασε, λοιπόν, την Τρού- ντι και βρέθηκε μ’ εμένα, που διαρκώς έπεφτα ή δημιουργού- σα μπελάδες. «Εδώ γεννήθηκα; Εδώ στο δάσος, εννοώ;» Το ενδεχόμενο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=