Μην το πεις πουθενά

Μ Η Ν Τ Ο Π Ε Ι Σ Π Ο Υ Θ Ε Ν Α 13 Βγήκα τρέχοντας στον κήπο και άρχισα να τραγουδάω από χαρά. Πετάχτηκα έξω από την πίσω πόρτα. Ο ουρανός ήταν γκρί- ζος και βαρύς και ο αέρας είχε το χρώμα του σκούρου βουτύ- ρου. Ήμουν έξω, έξω, χωμένη στα χορτάρια που μου έφταναν ως τη μέση. Μακριά, πέρα από τον κήπο μας, έβλεπα τις σκοτεινές σκιές των δέντρων. Αυτή τη φορά αγνόησα τον Σκιά, που με περίμενε δίπλα στην πίσω πόρτα, κατέβηκα τα σκα- λοπάτια με φόρα και άρχισα να τρέχω στο χορταριασμένο μονοπάτι, με τα μαλλιά να κυματίζουν πίσω μου και τα χέρια μου τεντωμένα μπροστά, για να νιώθω τις απαλές κορυφές των χορταριών να μου χαϊδεύουν τις παλάμες. Με την άκρη του ματιού μου είδα κάτι κόκκινο, τη γωνία ενός πλαστικού λεωφορείου για παιδιά, που ήταν μισοκρυμμένο μέσα στα μπλεγμένα χόρτα, και το χέρι μιας κούκλας, με τα παχουλά δαχτυλάκια να δείχνουν ίσια πάνω τον ουρανό, που έβραζε γεμάτος γκρίζες μουτζούρες. Άνοιξα δρόμο ως τη μέση του κήπου και στάθηκα εκεί χαζεύοντας τις ψηλές κατακίτρινες κορυφές των νυχτολούλου- δων που ξεπρόβαλλαν από το γρασίδι και μυρίζοντας τη γλυ- κιά σκόνη της γύρης στις παλάμες μου. Ύστερα, με τα χέρια μου σηκωμένα ψηλά, άρχισα να λέω το τραγούδι μου στα σύννεφα που προετοίμαζαν την καταιγίδα. «Γύρω γύρω όλοι, στη μέση ένα σκουρόχρωμο κορίτσι. Γύρω γύρω όλοι, στη μέση ένα σκουρόχρωμο κορίτσι». Θα ’ταν η δέκατη ή η δωδέκατη φορά που το τραγουδούσα, «Χέρια πόδια στο χρώμα της ζάχαρης, ζάχαρης, ζάχαρης» , όταν η φωνή του Μικ ξεχύθηκε σαν παγωμένος χείμαρρος από την πίσω πόρτα. «Ρούμπι. Σταμάτα και έλα μέσα, τώρα ». Ανέβηκα πάλι το μονοπάτι σέρνοντας τα πόδια μου. Με το που πέρασα την πόρτα, η γροθιά του τινάχτηκε σαν φίδι και έσκασε πάνω στο κεφάλι μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=