Μην το πεις πουθενά
K A T E H A M E R 12 ντων από αυτό που είχε ορίσει ο πατέρας μου ότι έπρεπε να είναι εκείνη τη φορά. Αντ’ αυτού, όμως, η μαμά κι ο μπαμπάς είχαν μεταμορφωθεί σε κούκλες ή σε μαριονέτες – έτσι μου φαινόταν τουλάχιστον. Στα πρόσωπά τους είχαν σχηματιστεί βαθιές ρυτίδες, από τη μύτη τους ως το πιγούνι. Τα μάγουλα της μαμάς ήταν βαμμένα κόκκινα, σαν φουντωμένα από την αγωνία. Από το κεφάλι της ξεπηδούσαν μπούκλες σφιχτές σαν βίδες. Ο μπαμπάς κρεμόταν πίσω της, άκαμπτος, με το γκρι τσόχινο σακάκι του. Το χέρι του σηκώθηκε και σκούπισε τη μύτη του. Η μαμά κουνήθηκε ελαφρά και τα παπούτσια της χτύπησαν απειλητικά τον λινοτάπητα. Το στόμα της άνοιξε. «Άκου, Ρούμπι. Δεν θέλουμε να κάνεις σκηνή ή ν’ αρχίσεις τις φασαρίες. Είναι όμως ώρα να το μάθεις». «Ναι. Τα δεκατρία είναι μια καλή ηλικία» είπε πίσω της ο μπαμπάς, με τη βραχνή φωνή ανθρώπου που έχει ώρα να μι- λήσει. Ανάμεσά μας κυλούσαν ζωηρόχρωμα ρυάκια από σμάρτις, που έμοιαζαν σαν να το είχαν σκάσει από κάπου πετώντας αλλά τώρα είχαν παγιδευτεί εδώ και αιμορραγούσαν, σιγά σιγά, μέχρι θανάτου. «Υπάρχει κάτι που σου έχουμε κρατήσει κρυφό, Ρούμπι, όλα αυτά τα χρόνια» είπε η μαμά. Έκανε μια παύση κι ύστε- ρα είπε βιαστικά: «Δεν είσαι βιολογικό μας παιδί. Δεν σε γεννήσαμε εμείς». «Κι αυτό εξηγεί πολλά…» Τον έκοψε η μητέρα μου. «Κόφ’ το, Μικ. Έστω για σήμερα μόνο. Άσ’ το ήσυχο το κορίτσι». Γύρισε προς το μέρος μου. «Σε υιοθετήσαμε όταν ήσουν τεσσάρων μηνών, Ρούμπι. Δεν είσαι δικό μας παιδί. Ρούμπι, με άκουσες;» είπε και γύρισε ξανά. «Ειλικρινά, Μικ, δεν νομίζω ότι το πιάνει». Το έπιανα όμως. ***
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=