Μην το πεις πουθενά

1 Η ΤΟΎΡΤΑ 20 Αυγούστου 1983 Σ τα δέκατα τρίτα γενέθλιά μου έγινα κυνηγός ψυχών. Από την πρώτη στιγμή που άκουσα τη μαμά να με φωνά- ζει, το ήξερα ότι κάτι θα συνέβαινε. Το κατάλαβα από τη φωνή της. «Ρούμπι…» Το ορθάνοιχτο μάτι του καθρέφτη που κρεμόταν στο χολ με κοίταζε καθώς κατέβαινα τη σκάλα μουρμουρίζοντας νευρικά έναν σκοπό, με την κροκί μπλούζα –δώρο για τα γενέθλιά μου– κουμπωμένη ως τον λαιμό και την καφέ κοτλέ φούστα μου να γδέρνει το κακαδάκι που είχε σχηματιστεί στο γόνατό μου. Το φως από την ανοιχτή πόρτα της κουζίνας, όπου με πε- ρίμεναν οι γονείς μου, σχημάτιζε κάτι σαν λιμνούλα πάνω στη βρόμικη μοκέτα του χολ. Στη φορμάικα του τραπεζιού βρισκόταν η τούρτα των γε- νεθλίων. Είχε άσπρο γλάσο και σμάρτις. Της έλειπε ήδη μια μεγάλη τριγωνική φέτα, και το κοφτερό μαχαίρι ήταν ακου- μπισμένο εκεί δίπλα, δείχνοντας με τη μύτη του το κενό. Ανοιγόκλεισα τα μάτια απορημένη. Περίμενα ότι θα με τιμωρούσαν για κάποιο πταίσμα που είχα διαπράξει, κάποιο σπασμένο ή άπλυτο φλιτζάνι, ξέρω γω. Ή για την πίσω πόρτα, που την είχα αφήσει ανοιχτή ή κλειστή, ή το αντίθετο τελοσπά-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=