Με βάρκα ένα παπούτσι

Μια μέρα μέσα στο λοκντάουν αποφάσισα να μπω στο δωμάτιο της Άλκης, της μαμάς μου, όπου έμενε όταν ερχόταν κάθε χειμώνα να μας επισκεφτεί στις Βρυξέλλες –εμένα και τα παιδιά μου, την Άννα και τον Αντουάν– και στο οποίο έγραψε τα περισσότερα από τα τελευταία της βιβλία. Το δωμάτιο αυτό ήταν των παιδιών, αλλά το μοιράζονταν με τη γιαγιά τους, η οποία, όταν δεν έπαιζε μαζί τους ή δεν τους έλεγε ιστορίες, έγραφε και καμιά αράδα για το τελευταίο της βιβλίο όταν τα παιδιά έφευγαν για το σχολείο. Αργότερα τα παιδιά απέκτησαν δικά τους δωμάτια, και κάποτε έφυγαν κι από το σπίτι, όταν μεγάλωσαν, αλλά πάντα τρύπωναν στο παλιό τους κοινό δωμάτιο όταν η γιαγιά τους ήταν εκεί, όπου είχαν αφήσει στοίβες με παλιά τετράδια και κούτες με τα παλιά τους παιχνίδια. Αποφάσισα λοιπόν, για να ξεβαρεθώ από το λοκντάουν, να μπω στο δωμάτιο και να το συγυρίσω. Μπήκα λίγο διστακτικά και με μεγάλη συγκίνηση, γιατί η Άλκη είχε «φύγει» λίγο καιρό πριν ξεσπάσει η πανδημία. Και με μεγάλη μου έκπληξη, συγκίνηση και χαρά βρήκα μέσα σ’ ένα παλιό τετράδιο του Αντουάν το κείμενο που κρατάτε στα χέρια σας, που του το είχε γράψει και αφιερώσει η γιαγιά του. Με την άδεια του Αντουάν, λοιπόν, θελήσαμε να το μοιραστούμε μαζί σας, γιατί είναι μια αναπάντεχη ευκαιρία να ακούσουμε για άλλη μια φορά τη φωνή της Άλκης, να μας διηγείται με το χιούμορ της μια ιστορία αστεία, συγκινητική, σοφή και πάντα επίκαιρη. Ειρήνη Σεβαστίκογλου, κόρη της Άλκης

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=