Μετά το τέλος

C L A R E M A C K I N T O S H 14 κι ύστερα είχε βάλει τα κλάματα. Ένιωσα τότε ένα κύμα θλίψης που πλέον θα φοβόταν για πάντα κάτι που κάποτε του έφερνε τόση χαρά. «Δεν ξέρω τι να του πω» ψιθυρίζει η μαμά του Λίαμ. Ανασαίνει κοφτά και γρήγορα. Ο γιος της είναι πιο μεγα- λόσωμος από τον Ντίλαν –πρέπει να πηγαίνει ήδη σχολείο–, με γαλλική μύτη και φακίδες, και τα μαλλιά του στην κο- ρυφή αφημένα μακριά. Έχει δυο λεπτές γραμμές ξυρισμέ- νες στο πλάι, πάνω από το αυτί του. «Κουλ κούρεμα» λέω. «Είπε ότι όλους τους άλλους τους άφησαν οι γονείς τους». Γυρίζει τα μάτια προς τα πάνω, αλλά είναι μια αδύ- ναμη μίμηση της γονεϊκής αγανάκτησης. Πάω με τα νερά της, κάνω μια ψεύτικη γκριμάτσα. «Αχ, Θεέ μου – τι με περιμένει». Χαμογελάω. «Με λένε Πιπ, κι αποδώ ο Ντίλαν». «Νίκι και Λίαμ». Η φωνή της τρέμει όταν λέει το όνομά του. «Μακάρι να ήταν εδώ ο Κόνορ». «Ο άντρας σου; Θα γυρίσει αύριο;» «Θα πάρει το τρένο. Τους διαλέγουν, βλέπεις, Δευτέρα πρωί και τους φέρνουν πίσω την Παρασκευή. Μένουν στο εργοτάξιο κατά τη διάρκεια της εβδομάδας». «Χτίστης;» «Σοβατζής. Κάνουν μια μεγάλη δουλειά στο αεροδρόμιο Γκάτγουικ». Στυλώνει το βλέμμα στον Λίαμ, το πρόσωπό της κάτωχρο. Το ξέρω το συναίσθημα: ο φόβος, που γίνεται εκατό φορές χειρότερος εξαιτίας της ησυχίας στην πτέρυγα. Στην πτέρυγα των καρκινοπαθών υπάρχει άλλη ατμόσφαι-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=