Μετά το τέλος

C L A R E M A C K I N T O S H 22 τια, φαντάζομαι τη ζεστή ανάσα στο πρόσωπό μου, γλυκιά από το βραδινό γάλα. Αύριο, σκέφτομαι. Αύριο θα τον βγάλουν από τον αναπνευστήρα και αυτή τη φορά δεν θα τον ξαναβάλουν. Τον φιλάω στο μέτωπο και σηκώνω το κάγκελο, βεβαιώνομαι ότι κλειδώνει στη θέση του ώστε να μην πέσει ο Ντίλαν από την κούνια. «Καληνύχτα, Σέριλ. Γεια σου, Άαρον, Γιν. Θα τα πούμε αύριο;» «Έχω άδεια τρεις μέρες» λέει η Γιν και κάνει μια χειρο- νομία σηκώνοντας ψηλά τα χέρια σαν να λέει αλληλούια. «Α, μάλιστα – θα πας να δεις την αδελφή σου, ε; Να περάσεις υπέροχα». Κοιτάζω τη Νίκι Σλέιτερ, που έχει τρα- βήξει την καρέκλα της λίγο πιο κοντά στον γιο της, ώστε να μπορεί να ακουμπήσει το κεφάλι της πλάι στο δικό του. «Ξεκουράσου λίγο αν μπορείς» λέω τρυφερά. «Είναι μα- κρύς ο δρόμος που βαδίζουμε». Καληνυχτίζω τα κορίτσια στον σταθμό νοσηλευτών και τον Πολ τον θυρωρό, που είχε μεταφέρει τον Ντίλαν από την πτέρυγα καρκινοπαθών στην εντατική παίδων και που πάντα ρωτάει να μάθει τι κάνει. Παίρνω το παλτό μου, βρίσκω τα κλειδιά μου και πηγαίνω ως το πάρκινγκ, όπου βάζω άλλες δέκα λίρες στο μηχάνημα έκδοσης εισιτηρίων. Μπορείς να αγοράζεις εισιτήρια μακράς διαρκείας, αν έχεις κάποιον στην εντατική. Πάντα φροντίζω να το ξέρουν οι καινούργιοι γονείς, γιατί λίγα λίγα αλλά μαζεύονται, έτσι δεν είναι; Ιδίως όταν πρέπει να φέρεις δύο αυτοκίνητα εδώ, όπως κάνουμε συχνά εγώ κι ο Μαξ. Δέκα λίρες για να παρκάρεις είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά σου δίνουν μια βδο- μάδα με είκοσι λίρες ή έναν μήνα με σαράντα. Αγόρασα το

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=