Μετά το τέλος
Μ Ε Τ Α Τ Ο Τ Ε Λ Ο Σ 21 δικά τους τηλεφωνήματα, τη δική τους άσκηση, το δικό τους άρρωστο παιδί. Αρχίζεις λοιπόν να μιλάς, και τρεις μήνες αργότερα εί- σαι σαν εμένα – δεν μπορείς να σταματήσεις. «Θα έρθει να σε δει η γιαγιά το Σαββατοκύριακο – ωραία δεν θα είναι; Της έλειψες φοβερά, αλλά δεν ήθελε να είναι κοντά σου έτσι άσχημα που είχε κρυολογήσει. Την καημέ- νη τη γιαγιά». Έχει γίνει συνήθεια αυτή η φλυαρία. Πιάνω τον εαυτό μου να μιλάω μόνη μου στο αυτοκίνητο, στα μαγαζιά, στο σπίτι, να γεμίζω το κενό εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει Βλέπεις το τρακτέρ; και Ώρα για ύπνο και Κοίτα μόνο, Ντίλαν, μην πιάνεις. Σου λένε ότι είναι καλό να μιλάς στα παιδιά. Ότι το βρίσκουν καθησυχαστικό να ακούνε τη φωνή της μαμάς και του μπαμπά. Νομίζω πως εμάς καθησυχάζει πιο πολύ. Είναι μια υπενθύμιση του ποιοι ήμασταν πριν γίνουμε γο- νείς της εντατικής παίδων. Κατεβάζω το πλαϊνό κάγκελο της κούνιας του Ντίλαν ώστε να μπορώ να σκύψω από πάνω του, οι πήχεις των χεριών μου να ’ναι δεξιά κι αριστερά του, οι μύτες μας να αγγίζονται. «Φιλί Εσκιμώων» λέω σιγανά. Δεν μας άφηνε ποτέ να ξεχάσουμε το τελευταίο φιλί πριν από τον ύπνο, όσες αγκαλιές κι αν του είχαμε κάνει, όσα παιχνιδιάρικα φιλιά κι αν είχαμε δώσει. «Σκιμό!» επέμενε, και κατέβαζα ξανά το κάγκελο, και έσκυβα για μια τελευταία καληνύχτα και εκείνος πίεζε τη μύτη του στη δική μου και έπιανε τα μαλλιά μου σφιχτά. «Σ’ αγαπώ, αγοράκι μου» του λέω τώρα. Κλείνω τα μά-
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=