Μετά την απόλυση

Μ Ε Τ Α Τ Η Ν Α Π Ο Λ Υ Σ Η 27 Ο Τσάρλι σταμάτησε να τρίβει το χέρι του. «Πιστεύεις ότι είμαι τσιτωμένος; Αυτό μου λες;» Η Τζόρτζια ανασήκωσε τους ώμους κι έστρεψε το βλέμμα της στο πλάι. «Δεν είπα αυτό». «Το υπαινίχθηκες». «Δεν υπαινίχθηκα τίποτα». «Το υπαινίχθηκες. Καταλαβαίνω πότε κάποιος κάνει υπαι­ νιγμούς. Είμαι πολύ καλός σ’ αυτό. Υπαινίχθηκες ότι είμαι τσι­ τωμένος». Η Τζόρτζια αναστέναξε. «Δεν θέλω ν’ αρχίσουμε τα ίδια, Τσάρλι Μπέικερ. Δεν το θέλω καθόλου». «Αυτό λένε όλοι για μένα, ότι είμαι τσιτωμένος;» Η Τζόρτζια έκανε πως μάζεψε κάποιο σκουπιδάκι από τη φούστα της και μετά την έστρωσε με το ένα χέρι. «Δεν ακούω τι λέει ο καθένας. Δεν έχω χρόνο. Έχω δουλειές να κάνω. Όλη μέρα τρέχω εδώ μέσα». Ο Τσάρλι έστρεψε την καρέκλα του προς το παράθυρο και κοίταξε πάλι έξω. Η λεωφόρος Μίσιγκαν είχε ζωντανέψει με τα λεωφορεία, τα ταξί, τα αυτοκίνητα, τα κοπάδια των πεζών που περίμεναν στις γωνίες. Ένα ηλιόλουστο και ζεστό φθινοπωρινό πρωινό. Όσο χάζευε το σκηνικό εκεί κάτω, ο κόσμος έμοιαζε να έχει τάξη και λογική. «Ξέρεις, Τσάρλι, αν δεν θέλεις να πίνεις, ίσως θα ήταν καλό να προσεύχεσαι πού και πού. Εγώ αυτό κάνω». Την κοίταξε ξανά. «Μια μικρή προσευχούλα. Δεν χάνεις τίποτα, Τσάρλι. Αυτό είναι το καλό με την προσευχή, δεν έχεις να χάσεις τίποτα». «Προσευχή». «Μια μικρή προσευχούλα». Η σύσταση της Τζόρτζια να πίνει και να προσεύχεται δεν του έφτιαξε καθόλου τη διάθεση. «Πες μου κάτι, σε παρακαλώ» είπε «και θέλω να μου μιλήσεις απολύτως ειλικρινά, απολύτως ανοι­ χτά. Με αντιπαθούν όλοι;»

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=