Μεσονύκτιο (Οι μεσημβρινοί της ζωής)

Στην καρδιά της καταιγίδας Ά ναψε ένα τσιγάρο η Βασιλική, τράβηξε μια τζούρα, πίκρα γέμισε το στόμα της, το έσβησε αμέσως. – Παλιόπραμα…, μουρμούρισε. Και τι δεν της έλεγε ο γιος της για το τσιγάρο, αυτή εκεί, το δικό της. «Δεν καπνίζω πολλά, τσόνι μ’ * » του δικαιολογιόταν και τα μάτια της άστραφταν από αγάπη. «Κανένα, μαμά Βασιλική, κανένα!» τη μάλωνε εκείνος, αλλά τόσο γλυκά, που ποτέ δεν πί- στεψε πόσο κακό έκανε. Η άλλη την κοίταξε αμίλητη, λίγο την ήξερε, πιο πολύ από τα λεγόμενα της κόρης της –και αυτά μέσες άκρες–, δεν κατάλαβε τι την είχε πειράξει εκείνη τη στιγμή. Σηκώθηκε η Βασιλική –δεν τη χωρούσε ο τόπος– και άνοιξε το πρώτο συρτάρι της μεγάλης σερβάντας για να πάρει τον καπνό της · δεν τον χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή, αλλά το έκανε έτσι, από αμηχανία. Παρ’ όλα αυτά έστριψε και άναψε άλλο, φύσηξε τον καπνό από τα πνευμόνια της, τίναξε τη στάχτη και γέμισε πάλι τα ποτήρια με τσίπουρο. «Πόνεσα… πονούσα… πονάω…» ήθελε να πει της Ιλαρίας, αισθανόταν πως ζήλευε τη ζωή της – «Με τον ίδιο άντρα αγαπη- μένοι ως το τέλος!» είχε θαυμάσει τις προάλλες, σίγουρα η κόρη της θα της τα είχε προλάβει. * Πουλάκι μου.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=