Μέρες Αλεξάνδρειας

14 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΕΦΑΝΑΚΗΣ σα στον χώρο με τη βαριά ξυλεπένδυση, τους καθρέφτες και τις απλίκες που φώλιαζαν στους τοίχους. Επειδή τα κουρτι- νάκια που ήταν παρατεταγμένα σ’ ολόκληρη την πρόσοψη δεν φαίνονταν ικανά να ανακόψουν τον χειμαρρώδη ήλιο, έτεινε να πιστέψει πως το σκουρόχρωμο ξύλο αιχμαλώτιζε κάθε περιττή αχτίδα φωτός και δεν την άφηνε να διαχέεται στις γωνιές και στο πανύψηλο ταβάνι.Από τη θέση του,μόλις και μετά βίας διέκρινε τις λεπτομέρειες στο πρόσωπο του άντρα, ο οποίος από το βάθος της αίθουσας, πίσω από μια ξύλινη μπάρα, συντόνιζε την εξυπηρέτηση των πελατών. Έβλεπε μόνο την ολοστρόγγυλη κοιλιά του να αναταράζεται κάθε φορά που γυάλιζε την μπάρα μ’ ένα λευκό πανί κι έκα- νε γούστο τον τρόπο που ζύμωνε τρεις-τέσσερις γλώσσες με την τραγουδιστή ιταλιάνικη προφορά του. Ο Χούρι ανέλαβε να του εξηγήσει: «Ο Ντανιέλε είναι η ατραξιόν του μαγαζιού. Il protagonista, ένα είδος κομεντιέν που δίνει καθημερινά παράσταση πίσω από το μπαρ». Είναι αλήθεια πως το μπαρ θύμιζε ράμπα, με διακριτικά φώτα κι έναν γυάλινο ουρανό από γιγάντια ποτήρια μπίρας κρεμα- σμένα σε αθέατους γάντζους. «Για ποιους;» ρώτησε αυθόρμητα ο Αντώνης. «Μόλις σχολάσει η μπόρσα, καταφθάνουν οι jobbers.Μια παγωμένη μπίρα στου Ντανιέλε είναι βάλσαμο γι’ αυτούς τους φουκαράδες. Τους έχεις δει πώς ξελαρυγγιάζονται τρέ- χοντας όλο το πρωί πάνω-κάτω στις ξύλινες κερκίδες τους, κυνηγώντας τις τιμές του βαμβακιού στους μαυροπίνακες; Το χρηματιστήριο θέλει κότσια,φίλε μου,un point c’est tout. * * Τελεία και παύλα.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=