Η μεγάλη πομπή

16 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ με την άλιωτη ζάχαρη ένα υπόξανθο υάλωμα που έγινε σώμα με τον πάτο. – Μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν πεινάσεις πιάσ’ τηνε. Έχει τέχνες που βγάζουν λεφτά, λέει ο Σωτηράκης. Οι άλλοι δύο γελάνε νευρικά. – Τι λεφτά, βρε μαλάκα! του λέει ο Τάσος. Τον μουντζώνουνε. Ο Σωτηράκης δεν επιμένει. Είναι φτωχότερος κι από τον Νότη και ζει χάρη στα κεράσματα των άλλων που τον θέλουν μαζί τους στην παρέα. – Ποια τέχνη; αναρωτιέται ο Νότης. Τέχνη! Τέχνη! – Μάθε ΓΡΑΜΜΑΤΑ τότε, λέει ο Σωτηράκης σαρκα- στικά. Μπες στη Φυσικομαθηματική κι εσύ, να δούμε σε τέσσερα χρόνια τι θα βγεις να κάνεις... Ο ίδιος θα ήθελε να ’μπαινε στη Φυσικομαθηματική, αλλά ούτε οι βαθμοί του σχολείου ούτε τα χρήματα στο σπίτι φτάνουνε για τέτοιες σπουδές· σκοπεύει λοιπόν, όπως κι ο Νότης, για τα ΚΑΤΕΕ· ο Τάσος μόνο ετοιμάζε- ται για ανώτατη σχολή. Όμως, τώρα ακόμα, οι συμμαθητές αντιμετωπίζουνε το μέλλον με την ίδια αβεβαιότητα: ο Σωτηράκης θέλει Φιλο- λογία, ο Λου κι ο Γιώργος Γεωπονική. «Τι τα θέμε τα ΚΑ- ΤΕΕ! Πεταμένα λεφτά!» έλεγε του Νότη ο Σωτηράκης. «Πας κοντά σ’ έναν μάστορα, αν είναι να γίνεις τεχνίτης, και μαθαίνεις από τώρα όποια τέχνη να ’ναι και παίρνεις και μισθό αποπάνω...» – Ξεχνάς την αναβολή από τον στρατό, λέει ο Τάσος. Τέσσερα χρόνια κάτι είναι, αν μπορείς να την περνάς... Ως τότε... – Ως πότε;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=