Η μεγάλη πομπή

Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΟΜΠΗ 15 ξανασμίγει στα σταυροδρόμια, στις πλατείες. Μικρές φω- τεινές κουκκίδες κυλούνε βιαστικά από κάθε σημείο συ- γκλίνοντας προς το κύριο ρεύμα που κατηφορίζει προς την παραλιακή λεωφόρο. Σαν τον υδράργυρο που κινείται μέσα στη γυάλινη σήραγγα του θερμόμετρου, το φωτεινό ποτάμι ανεβαίνει και κατεβαίνει. Οι αναβάτες χαρακώ- νουν τον νυχτερινόν αέρα σκίζοντας τα πέπλα της ησυχίας που σκεπάζουν τη σκοτεινή επιφάνεια της θάλασσας και τις μισοφωτισμένες φυλλωσιές από τις λεύκες και τους ευκάλυπτους, θυμίζοντας στους κοιμισμένους πολίτες της πρωτεύουσας το θανάσιμο παιχνίδι που παίζεται ψηλά στο στερέωμα. Οι γειτονιές αντηχούν από τις εξατμίσεις που τους βγάζουνε το σιλανσιέ· μηχανές νοικιασμένες, δα- νεικές, κλεμμένες, ιδιόκτητες – όλα τα μεγέθη, όλα τα σχήματα, όλες οι ηλικίες... Από το Νέο Φάληρο μια συ- ντροφιά κατεβαίνει, έξι μηχανές... Με ταχύτητα και θόρυ- βο μπαίνουνε στη στροφή του ανισόπεδου κόμβου που θα τους οδηγήσει στη λεωφόρο... Οι κάσκες με τις σκούρες προσωπίδες κατεβασμένες γυαλίζουν στο σκοτάδι· πάνω τους τα κίτρινα φώτα του δρόμου μοιάζουν να εξοστρακί- ζονται και να πετούν στον αέρα γράφοντας με το μετείκα- σμά τους την πορεία της μικρής ομάδας... σε έξι παράλλη- λες γραμμές... * * * – Καμιά τέχνη, λέει ο Νότης. Δεν γουστάρω. Πιάνει το φλιτζάνι με τον νεσκαφέ και κοιτά μέσα. Έχει τελειώσει ώρα τώρα και το λιγοστό κατακάθι σχημάτισε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=