Η μεγάλη πομπή

18 ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ για διαβάσματα κι έξοδα, τέσσερα ολόκληρα χρόνια θαρ- ρείς και είναι ο γιος κανενός πλούσιου... Αυτή είναι η γνώ- μη μου εμένα...») Τα κέφια είναι πεσμένα. Κανείς δεν έχει μεγάλη όρεξη για κουβέντα απόψε. Ο Σάκης φασαρεύει μπροστά στο κα- σετόφωνο. Έχει βαλθεί να καθαρίσει πρώτα τις κεφαλές: αν δεν καθαρίζονται τακτικά με αλκοόλ, τα πρίμα πέφτουν και δεν ακούς πια μουσική «αλλά κάτι που ξέμακρα σχετί- ζεται...». Βγάζει από τη θήκη την κασέτα. Θέλει να τους πει τι εντύπωση του έκανε το συγκρότημα όταν τους πρωτά- κουσε, όμως δεν καταφέρνει ποτέ να φτάσει στον σκοπό του, ξεμακραίνει από το θέμα σαν άνθρωπος που δεν ξέρει καλά τον δρόμο. Του φαίνεται η στιγμή να μην είναι η κα- τάλληλη ή σάμπως το κέφι της συντροφιάς να μην προσφέ- ρεται ειδικά απόψε... Ο Σωτηράκης με τις κρυάδες του, ο Νότης με το βλέμμα χαμένο έξω από το παράθυρο στο μαβί σκοτάδι που σκουραίνει ολοένα, γλιστρώντας στους τόνους του μελανιού. «Τελικά» παίρνει βαθιάν ανάσα, «βγάλ’ τε τον σκασμό!». Η μουσική γεμίζει το καμαράκι από ελενίτ. Το χτύπημα του μπάσου δυναμώνει. Συγχορδίες από τις ηλεκτρικές Φέντερ που αρχινάν διάφωνα σκορπίζοντας σπινθήρες, ένα παράξενο ανατρίχιασμα, τολμηρές δυσαρ- μονίες σαν να γεννιέται κάτι ολότελα καινούργιο που δεν υπάρχει πουθενά αλλού στον κόσμο. Τα πιατίνια σκορπούν ολόγυρα σπίθες. Ο Γιώργος ρίχνει το κεφάλι πίσω, ακου- μπά στον τοίχο. Ο Λου καπνίζει σωπαίνοντας το χασίς του. Σε κάποιο σημείο ο ήχος αρχίζει να κατεβαίνει, χαμηλώνει, δύσκολα διακρίνεται. Παίζει; Δεν παίζει; Ο Τάσος σκουντά τον Νότη που κοιτάζει ακόμα έξω.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=