Ο μαύρος ιππότης (Ο μικρός δράκος Καρύδας)

13 δέσει ο θείος Ίνγκμαρ τις βαλίτσες στην πλάτη του, έχει κιόλας γυρίσει έτοιμος. «Μ’ αφήνουν!» φωνάζει. «Και θέλει να ’ρθει κι η Ματίλντα! Οι γονείς της την αφήνουν κι αυτήν!» Τότε βλέπει ο θείος Ίνγκμαρ τη μικρή σκαντζο- χοιρίνα, πίσω από τον Καρύδα. «Καλά, καλά» μουρμουρίζει ο τεράστιος δρά- κος. «Ανεβείτε και κρατηθείτε γερά!» Ο Καρύδας και η Ματίλντα σκαρφαλώνουν και βολεύονται μέσα στη μια από τις δυο βαλίτσες. Ο μεγάλος δράκος ανοίγει τις φτερούγες του και σηκώνεται στον ουρανό. Πετάει πάνω από τον ωκεανό, πάνω από κάμπους και δάση, πάνω από λίμνες και ποτάμια, πάνω από βουνά και κοιλά- δες. Μια ολόκληρη μέρα και μια ολόκληρη νύχτα πετάει με τον Καρύδα και τη Ματίλντα μέσα στη βαλίτσα, στην πλάτη του. Όταν τελικά ο θείος Ίνγκμαρ περνάει τα σύνορα του Βασιλείου των Ιπποτών πετώντας πάνω από τα βουνά, οι δυο μικροί φίλοι κοιμούνται βαθιά.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=