Μαύρα μάτια

16 / Μ Α Ν Ο Σ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Ο Υ « Πού να βρω καρδιά σαν τη δική μου » (de profundis κατάθεση που έρχεται να συνα- ντήσει τη δίδυμή της στην πένα του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου: « Πουθενά δεν μπό- ρεσα να συναντήσω τον εαυτό μου »). Εδώ το λίγο έρχεται να βρει το πολύ, μιλάει για τον εαυτό του και συμπυκνώνει μέσα στην ομολογία του χιλιάδων περιπλανημένων ψυχών τον καημό. Και αποτυπώνει καίρια την άκρα απόγνωση γιατί δεν βρίσκει το «ταίρι» του στην μπέσα, στη φιλία, στον «λόγο», στο φιλότιμο, στη δουλειά, στη συνεργασία, στην αγάπη και στον έρωτα. Τον φαντάζομαι, τον καιρό του ’60, ν’ αγωνίζεται να θάψει το μαράζι του παρα- γκωνισμού και της καταφρόνιας που τον σιγοέλιωνε, καθισμένο στο τραπεζάκι της ταβερνούλας κάποιου πονόψυχου κάπελα και ο μικρός Στελάκης να γυρίζει με το τασάκι για τα ψιλά της πελατείας που θα τους ψευτοσυντηρούσαν. Τότε θα ’παιζε και θα κελαηδούσε ίσως ακόμη πιο συγκλονιστικά απ’ τις εποχές των κυνηγημένων τεκέδων, με το πάθος που πυροδοτεί –ανάμεσα σ’ ένα σωρό αγέρωχους διάττοντες– η αυτογνωσία της πραγματικής αξίας ενός συγκυριακώς απόβλητου, ενός ακούσιου παρία, που είχε στα νιάτα του γευτεί τις αφειδείς ζητωκραυγές του δαφνόστεφου λαϊκού πάλκου. Κάποτε λέγοντας τα κάλαντα με φίλους ομογενείς στον Πατριάρχη του χάρισα το βιβλιαράκι μου Ο Μάρκος στο χαρέμι – Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών , που παρουσιάζαμε τότε στην Πόλη. «Είναι ο ομόβαθμός σας του ρεμπέτικου» απο- τόλμησα. «Ξέρω, το αξίζει» είπε. Φαίνεται πως ο Μάρκος –παρά την κακόβουλη μα- κροχρόνια ταύτισή του με την άγρια μαστούρα, που ακόμη προκαλεί την αποστροφή κάποιων σεμνότυφων– είναι μια καθηλωτική προσωπικότητα και τους υποχρεώνει όλους –ακόμη κι αν η περίπτωσή του δεν τους ταιριάζει– να τον σεβαστούν. Και πως η φήμη ενός Προμηθέα του λαϊκού τραγουδιού δεν τον συνοδεύει άδικα. Ο αμείλι- κτος Χρόνος, που σαρώνει όλους τους ανθρώπινους θρύλους, όπως ο θυμωμένος Βοϊδομάτης τις κροκάλες που στοιβάζονται στον βυθό του, επιφύλαξε γι’ αυτή τη φλογισμένη –με το βραχνό, μα στίλβον φως βασανισμένη ψυχή– φωνή τον ταπεινό μα ανεξίτηλο θρόνο του Δασκάλου της ρεμπέτικης εποποιίας. «Σ’ αυτόν πατήσανε όλοι» πίστευε ο αγαπημένος του μαθητής Μπιθικώτσης. Για να βρει μια θέση η τιμή της Τέχνης του δίπλα σ’ εκείνες των Δημιουργών που ενδυναμώνουν την ευψυχία του Γένους και χτίζουν το πάνθεον της νεοελληνικής μυθολογίας αλλά και ευρύτε- ρα της ιστορίας μας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Χαλεπάς… Μα πέραν αυτών, ονομάτων που δεν σημειώνουμε και εκδοχών που δεν τολμάμε συχνά να διατυπώσουμε και για το ρίσκο του πράγματος και για να μην αδικήσουμε μοιραία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=