Μαχαίρι (pocket)

[ 12 ] ξέρετε, φαντάζομαι, πολύ καλά ότι ακόμα και στη Νορβηγία, που μέχρι πρόσφατα είχαμε πολλές αρκούδες, υπάρχουν ελάχιστα κα­ ταγεγραμμένα περιστατικά θανατηφόρας επίθεσης τα τελευταία εκατό χρόνια». Έντεκα, σκέφτηκε ο γέρος. Έντεκα νεκροί από το 1800 μέχρι σήμερα. Ο τελευταίος το 1906. Παρόλο που δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να περπατήσει, θυμόταν μια χαρά. Και τα είχε τετρακό­ σια. Σε γενικές γραμμές δηλαδή. Πού και πού μπερδευόταν, και τότε έβλεπε τον γαμπρό του τον Αλφ ν’ανταλλάσσει ματιές με την κόρη του Μέτε και καταλάβαινε ότι είχε πει βλακεία. Τον πρώτο καιρό, όταν ανέλαβαν εκείνοι το κατάστημα που είχε ανοίξει και δούλευε ο ίδιος για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έμενε και τους βοηθούσε. Αλλά τώρα, μετά το πιο πρόσφατο εγκεφαλικό, απλώς καθόταν άπραγος. Όχι ότι ήταν και τόσο άσχημα. Από τότε που πέθανε η Ουλίβια, δεν είχε και πολλές απαιτήσεις απ’ό,τι είχε απομείνει απ’τη ζωή. Του έφτανε να είναι κοντά στην οικογένειά του, να τρώει ζεστό φαγητό κάθε μέρα, να κάθεται σ’ αυτή την καρέκλα του μαγαζιού και να χαζεύει την οθόνη μιας τηλεόρασης που έδειχνε συνεχώς ένα άηχο πρόγραμμα όπου τα πράγματα κινούνταν με τους δικούς του ρυθμούς κι όπου το πιο συναρπαστικό που θα μπορούσε να συμβεί θα ήταν ν’αρχίσουν οι σολομοί ν’ανεβαίνουν τις σκάλες, έτοιμοι για αναπαραγωγή. «Από την άλλη, δεν σημαίνει ότι δεν πρόκειται να ξανασυμβεί» άκουσε ο γέρος τηφωνή τουΑλφνα λέει στον πελάτηαπό τον πάγκο με τις κάμερες κυνηγιού. «Μπορεί να μοιάζει με λούτρινο αρκουδά­ κι, είναι όμως θανατηφόρο. Οπότε καλά κάνετε κι αγοράζετε κάμε­ ρα, να δείτε αν το ζώο έχει στήσει φωλιά κοντά σας ή αν απλώς περνούσε αποκεί. Οι καφέ αρκούδες ξυπνάνε τώρα από τη χειμερία

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=