Μαχαίρι (pocket)

[ 10 ] τώρα, όπως κι αυτός, ήταν χαμένο, ξεχασμένο, δίχως σκοπό, αιχμά­ λωτο, σταματημένο και μουγγό. Ήταν ζήτημα χρόνου πότε το ρεύ­ μα κι ο καιρός θα έσχιζαν και τα τελευταία απομεινάρια αυτού που ήταν κάποτε. «Τι κοιτάζετε;» άκουσε να λέει μιαφωνή πίσωαπό την πλάτη του. Αψηφώντας τους πόνους που του έτρωγαν τους μυς, έστρεψε το κεφάλι του και σήκωσε το βλέμμα. Κατάλαβε αμέσως πως επρόκει­ το για νέο πελάτη. Ο γέρος ξεχνούσε περισσότερο απ’ό,τι παλιότε­ ρα, αλλά ποτέ ένα πρόσωπο που είχε ξαναδιαβεί το κατώφλι του καταστήματος Σίμενσεν: Κυνήγι & Ψάρεμα. Αυτός ο πελάτης δεν ήθελε όπλα και σφαίρες. Λίγη εμπειρία να είχες, θα το έπιανες από το βλέμμα του. Ήταν το βλέμμα του μηρυκαστικού. Ανήκε πια σ’ εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων που είχαν χάσει εντελώς το ένστικτο του φόνου και δεν γνώριζαν το μυστικό που μοιραζόταν όλη η υπόλοιπη ανθρωπότητα: ότι δεν υπάρχει τίποτα που να σε κάνει να αισθάνεσαι πιο ζωντανός από το να καρφώνεις μια σφαίρα σ’ ένα μεγάλο θερμόαιμο θηλαστικό. Ο γέρος έβαζε στοίχημα πως οπελάτης ήθελε ένααπό ταδολώματαή τα καλάμιαψαρέματος που βρίσκονταν στα ράφια πάνω και κάτω από τη μεγάλη τηλεόραση, η οποία κρεμόταν από τον τοίχο μπροστά τους κι έδειχνε εικόνα από μια από τις υπαίθριες κάμερες. «Κοιτάζει τον ποταμό Χάγκλεμπι» απάντησε ο Αλφ, ο γαμπρός του γέρου, πλησιάζοντάς τους. Στάθηκε και στριφογύρισε πάνωστις φτέρνες του, με τα χέρια στις μεγάλες τσέπες του δερμάτινου κυνη­ γετικού μπουφάν του, που φορούσε πάντα στη δουλειά. «Τοποθε­ τήσαμε μια υποβρύχια κάμερα εκεί πέρυσι με την εταιρεία που τις κατασκευάζει. Και τώρα έχουμε είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτε­ τράωρο ζωντανή μετάδοση από τις σκάλες για τους σολομούς στον

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=