Μαχαίρι (pocket)

[ 42 ] χτή διαρρύθμιση, μοντέρνα μπάνια, μπαλκόνια και εσωτερικούς κήπους. Ο Χάρι τα έβλεπε όλα αυτά σαν προειδοποίηση: Ακόμα και το Τέγιεν θ’αναβαθμιζόταν κάποια στιγμή, η τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο θα εκτοξευόταν στα ύψη, οι κάτοικοί του θ’αναγκάζονταν να φύγουν, το κοινωνικό στάτους της γειτονιάς θ’ανέβαινε. Τα μπακά­ λικα και ταμικρά καταστήματα των μεταναστών θα γίνονταν γυμνα­ στήρια και εστιατόρια για χιπστεράδες. Ο Στούλε Άουνε καθόταν στη μία από τις δύο ξύλινες καρέκλες που ο Χάρι είχε τοποθετήσει καταμεσής του ανοιχτόχρωμου παρκέ. Ένιωθε άβολα. Ο Χάρι θεώρησε ότι έφταιγε η αναντιστοιχία μεταξύ της λεπτόκορμης καρέκλας και του παχύσαρκου φίλου του, που είχε απρόθυμα αποφύγει τον ανελκυστήρα για ν’ανέβει τρία πατώ­ ματα με τις σκάλες. Τα στρογγυλά γυαλιά του Άουνε ήταν ακόμη θαμπωμένα από την υπερπροσπάθεια. Ή ίσως να έφταιγε η λιμνού­ λα αίματος που απλωνόταν σαν στερεοποιημένο σκούρο λιωμένο κερί ανάμεσά τους. Μια από εκείνες τις καλοκαιρινές ημέρες της παιδικής του ηλικίας ο παππούς είχε πει στον Χάρι ότι τα λεφτά δεν τρώγονται. Κι όταν ο μικρός επέστρεψε στο δωμάτιό του, είχε πάρει το τάλιρο που του είχε δώσει ο παππούς κι είχε προσπαθήσει να το φάει. Θυμήθηκε την παγωμένη αίσθηση στα δόντια, τη μεταλλική μυρωδιά, τη γλυκιά γεύση. Ακριβώς όπως όταν ρουφάς το αίμα απ’ τις πληγές σου. Ή όταν επιστρέφεις σε τόπο του εγκλήματος ακόμα κι αν το αίμα έχει παλιώσει. Νομίσματα. Χρήμα και αίμα. «Μαχαίρια» είπε ο Στούλε Άουνε κι έχωσε τις παλάμες στις μα­ σχάλες του, λες και φοβόταν πως κάποιος θα του τις ράβδιζε. «Αυτή η ιδέα του μαχαιριού, του παγωμένου μετάλλου που τρυπά το δέρ­ μα και χώνεται μες στο σώμα. Με φρικάρει, που λένε και οι νέοι μας». Ο Χάρι δεν απάντησε. Στο Ανθρωποκτονιών συμβουλεύονταν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=