Μαχαίρι (pocket)

[ 41 ] «Έκλεισε. Οδός Μπουργκάτα, αριθμός 5. Πάρε με όταν φτάσεις, να κατέβω να σου ανοίξω». Ο Χάρι άκουσε έναν βαθύ αναστεναγμό να βγαίνει από το στόμα τουΣτούλεΆουνε, παλιού τουφίλου και μόνιμουσυμβούλουψυχολο­ γίαςτουΤμήματοςΑνθρωποκτονιών. «Θεςναμουπειςότι δενμεκαλείς να ταπιούμε και στο τέλος ναπληρώσωεγώ; Είσαι δηλαδή νηφάλιος;» « Πότε ακριβώς σ’έχω αφήσει να πληρώσεις, Στούλε;» είπε ο Χά­ ρι, βγάζοντας ένα πακέτο τσιγάρα Camel. «Συνήθως και πληρώνεις και θυμάσαι. Αλλά το αλκοόλ πρόκειται σύντομα να καταπιεί και τα λεφτά και τη μνήμη σου, το ξέρεις;» «Ναι. Άκου, πρόκειται γι’αυτό τον συζυγικό φόνο. Με το μαχαίρι και…» «Ναι, ναι, το διάβασα». Ο Χάρι έχωσε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη του. «Έρχεσαι;» Ακόμα μια βαθιά ανάσα από την άλλη άκρη της γραμμής. «Αν αντέχεις να μην αγγίξεις το ποτό για λίγες ώρες». «Σούπερ ντούπερ» είπε ο Χάρι κι έκλεισε το τηλέφωνο. Έχωσε το κινητό στην τσέπη του μπουφάν του.Άναψε το τσιγάρο. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε γυρίσει την πλάτη του προς την είσοδο του εστια­ τορίου. Θα μπορούσε να προλάβει να πιει μια μπίρα και να φτάσει στην Μπουργκάτα πριν από τον Άουνε. Άκουσε τη μουσική που έβγαινε από μέσα. Ερωτικά τραγουδάκια πειραγμένα με auto tune. Τέντωσε το χέρι του να ζητήσει συγγνώμη από ένα αυτοκίνητο που πάτησε απότομα φρένο καθώς εκείνος διέσχιζε τον δρόμο. Πίσω από τις παλιές εργατικές προσόψεις της Μπουργκάτα κρύβο­ νταν νεόχτιστα διαμερίσματαμε φωτεινάσαλόνια, κουζίνες με ανοι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=