Μαχαίρι (pocket)

[ 40 ] τον Χάρι στοΤέτρις. Οι δυο τους ήταν ένα αληθινά θλιβερό ζευγάρι έτσι όπως κάθονταν στο βάθος του ανοιχτού χώρου γραφείων, μ’ ένα σκούρο διαχωριστικό τοιχίο ενάμισι μέτρου ανάμεσά τους. ΟΧάρι ξανακοίταξε μέσα από το τζάμι. Είδε μια κενή θέση δίπλα σε μια οικογένεια που καθόταν ακριβώς πίσω από το τζάμι. Την ίδια στιγμή το αγοράκι της οικογένειας τον πήρε χαμπάρι, τον έδειξε με το χεράκι του και γέλασε. Ο πατέρας, που καθόταν με την πλάτη προς την πόρτα, γύρισε να κοιτάξει, κι ο Χάρι έκανε αυτομάτως ένα βήμα πίσω, μες στο σκοτάδι. Κι είδε το χλωμό τσαλακωμένο πρόσω­ πό του ν’ αντανακλάται στο τζάμι της πόρτας και να αναμειγνύεται με το πρόσωπο του αγοριού πίσω από το τζάμι. Μια θύμηση κατέ­ κλυσε το μυαλό του: αυτός μικρό αγόρι μαζί με τον παππού του, σε καλοκαιρινές διακοπές και οικογενειακό δείπνο στο Ρουμσντάλεν. Να γελάει με τον παππού του. Οι γονείς του, που έμοιαζαν ανήσυχοι, φοβισμένοι. Ο παππούς του, που ήταν μεθυσμένος. Ο Χάρι ψηλάφισε ξανά το κλειδί της οδού Μπουργκάτα. Απείχε πέντε έξι λεπτά από εδώ. Έβγαλε το κινητό του. Ξανακοίταξε τις κλήσεις. Πήρε τηλέφωνο. Περίμενε, ενώπαρατηρούσε τα γδαρμένα δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Ο πόνος είχε ήδη υποχωρήσει. Άρα δεν θα τον είχε χτυπήσει και πολύ δυνατά. Προφανώς, η παρθένα μύτη ενός εραστή της μουσικής του Ντέιβιντ Γκρέι δεν θέλει και πολύ για ν’ ανοίξει… «Ναι; Χάρι;… Χάρι; Τρώω μεσημεριανό». «Εντάξει, θα είμαι σύντομος. Μπορείς να συναντηθούμε μετά το φαγητό;» «Όχι». «Λάθος απάντηση. Ξαναπροσπάθησε». « Ναι; »

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=