Μαχαίρι (pocket)

[ 22 ] 3 Ο Χάρι ξύπνησε. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήξερε ότι σύντομα θα θυμόταν τι συνέβαινε, ότι αυτά τα λίγα, ευλογημένα δευτερό­ λεπτα αβεβαιότητας ήταν η μόνη ανάπαυλα πριν τον ξαναχτυπήσει βάναυσα η γροθιά της πραγματικότητας. Άνοιξε τα μάτια του. Το μετάνιωσε αμέσως. Ήταν λες και το φως της ημέρας που έμπαινε μέσα από τα βρόμικα, γκρίζα παράθυρα και φώτιζε το άδειο σαλο­ νάκι διείσδυε ανεμπόδιστα μέχρι ένα πονεμένο σημείο πίσω από τους βολβούς των ματιών του. Αναζήτησε ξανά καταφύγιο στο σκο­ τάδι, πίσωαπό τα κλειστά του βλέφαρα, και θυμήθηκε το όνειρο απ’ το οποίο είχε μόλις ξυπνήσει. Είχε δει τη Ράκελ · φυσικά. Είχε αρχίσει με την ίδια εικόνα που είχε ονειρευτεί τόσες φορές στο παρελθόν, εκείνο το πρωινό τόσα χρόνια πριν, λίγο αφότου είχαν πρωτογνω­ ριστεί. Εκείνη ήταν ξαπλωμένη με το κεφάλι της στο στήθος του. Ο Χάρι τη ρώτησε αν σκόπευε να ελέγξει μήπως αλήθευαν οι φήμες ότι ήταν άκαρδος. Κι η Ράκελ είχε ξεσπάσει σ’εκείνο το γέλιο της που ο Χάρι λάτρευε. Μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε κουταμάρα μόνο και μόνο για να την κάνει να γελάσει. Κι ύστερα η Ράκελ είχε σηκώσει το κεφάλι της, τον είχε κοιτάξει μ’εκείνα τα ζεστά καστανάμάτιαπου είχε κληρονομήσει από την αυστριακή μητέρα της και του είχε απα­ ντήσει ότι οι φήμες ήταν αληθινές. Μα θα του έδινε εκείνη τη μισή της καρδιά. Και το ’κανε. Και η καρδιά της ήταν τόσο μεγάλη, που κατάφερε να κάνει το αίμα να κυκλοφορεί σ’ όλο του το κορμί · τον ξεπάγωσε, τον ξανάκανε άνθρωπο. Και σύζυγο. Και πατέρα του Όλεγκ, του αθώου, σοβαρού αγοριού που αγάπησε λες κι ήταν παι

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=