Μαχαίρι

9 1 Έ να κουρελιασμένο φόρεμα κρεμόταν απ’ το σαπισμένο κλα­ δί ενός πεύκου. Στον ηλικιωμένο άνδρα θύμισε κάποιο τρα­ γούδι από τα παιδικά του χρόνια, που μιλούσε για ένα φόρεμα απλωμένο να στεγνώσει. Μόνο που τούτο εδώ δεν κυμάτιζε με τον νοτιά, όπως έλεγε το τραγούδι, αλλά με το παγωμένο νερό ενός ποταμού όπου έλιωνε το χιόνι. Ήταν εντελώς σιωπηλά εκεί, στον πάτο του ποταμού, και παρόλο που η ώρα ήταν πέντε το απόγευ­ μα, Μάρτης μήνας, και ο ουρανός ανέφελος πάνω από την επιφά­ νεια του νερού, σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, το φως του ήλιου δεν πολυέφτανε εκεί κάτω, καθώς έπρεπε να δια­ περάσει ένα στρώμα πάγου και τέσσερα μέτρα νερό. Κλαδί και φόρεμα έπλεαν μέσα σ’ ένα παράξενο πρασινωπό μισοσκόταδο. Το φόρεμα ήταν καλοκαιρινό, το είχε καταλάβει αμέσως, κι είχε πουά, που τώρα έμοιαζαν γαλάζια. Ίσως κάποτε να είχε χρώμα, ποιος ξέρει, ανάλογα με το πόσον καιρό βρισκόταν εκεί κάτω, μπλεγμένο στο κλαδί. Και τώρα κυμάτιζε στο αέναο ρεύμα, που το ξέπλενε και το χάιδευε όταν η στάθμη του ποταμού ήταν χα­ μηλή, που το τραβούσε και το μετακινούσε όταν φούσκωνε, κομ­ ματιάζοντάς το σιγά σιγά. Υπό αυτή την έννοια, το κουρελιασμένο φόρεμα του έμοιαζε, σκέφτηκε ο γέρος. Κάποτε αυτό το φόρεμα σήμαινε κάτι για κάποιον, για ένα κορίτσι, μια γυναίκα, για την αγκαλιά ενός άνδρα ή το βλέμμα ενός μωρού. Αλλά τώρα, όπως κι αυτός, ήταν χαμένο, ξεχασμένο, δίχως σκοπό, αιχμάλωτο, στα

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=