Μαχαίρι

17 2 Ο Σβάιν Φίνε έσκυψε πάνω από τη γυναίκα κι ακούμπησε την παλάμη του στο μέτωπό της. Η γυναίκα ήταν υγρή απ’ τον ιδρώτα. Τα μάτια που τον κοιτούσαν ήταν ορθάνοιχτα απ’ τον πόνο. Ή τον τρόμο. Μάλλον τον τρόμο, σκέφτηκε ο Φίνε. «Με φοβάσαι;» ψιθύρισε. Εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι και ξεροκατάπιε. Ο Φίνε πάντα την έβρισκε όμορφη: όταν την έβλεπε να μπαινο­ βγαίνει στο σπίτι της, στο γυμναστήριο, όταν κάθονταν στο μετρό, λίγες θέσεις μακριά ο ένας από τον άλλο, και την άφηνε να τον κοιτάζει. Μόνο και μόνο για να ξέρει. Αλλά ποτέ του δεν την είχε δει τόσο όμορφη όσο τώρα, τώρα που ήταν ξαπλωμένη έτσι, ανήμπορη, τελείως εκτεθειμένη στη βία του. «Σ’ το υπόσχομαι ότι θα τελειώσει πολύ γρήγορα, αγάπη» της ψιθύρισε. Εκείνη στραβοκατάπιε. Πόσο φοβισμένη ήταν. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να τη φιλήσει. «Ένα μαχαίρι στην κοιλιά» της ψιθύρισε «κι αυτό ήταν». Η γυναίκα σφάλισε με δύναμη τα μάτια της και δυο δάκρυα πετάχτηκαν με πίεση κάτω απ’ τα τσίνορά της. Ο Σβάιν Φίνε γέλασε απαλά. «Το ήξερες πως θα ’ρχόμουν. Το ήξερες ότι δεν μπορούσα να σε αφήσω να φύγεις. Σου το ’χα υποσχεθεί». Με το ένα δάχτυλο χάιδεψε τον ιδρώτα που ήταν ανακατε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=