Ματωμένη σελήνη

9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ «Ό σλο» είπε ο άντρας κι έφερε το ποτήρι με το ουίσκι στα χείλη του. «Το αγαπημένο σου μέρος;» ρώτησε η Λουσίλ. Εκείνος κοίταξε ίσια εμπρός, λες κι έπρεπε να σκεφτεί πριν απαντήσει. Ύστερα κατένευσε. Εκείνη τον παρατηρούσε που συνέχιζε να πίνει. Ήταν ψηλός · ακόμα και καθισμένος στο σκα- μπό του μπαρ δίπλα της, της έριχνε αρκετό ύψος. Πρέπει να ήταν τουλάχιστον δέκα, ίσως και είκοσι χρόνια νεότερος από τα εβδομήντα δύο της έτη – δύσκολα υπολογίζει κανείς την ηλικία των αλκοολικών. Σώμα και πρόσωπο σαν πελεκημένο ξύλο: αδύνατο, καθαρό, σκληρό. Το δέρμα του ήταν χλωμό και στη μύτη του απλωνόταν ένα απαλό δίκτυο από μπλε φλεβίτσες που μαζί με τα κόκκινά του μάτια και ίριδες στο χρώμα του ξεβαμμένου τζιν μαρτυρούσαν ότι είχε ζήσει μια σκληρή ζωή. Με σκληρά μεθύσια. Και σκληρά χαστούκια. Ίσως και σκληρές αγάπες, γιατί κατά τη διάρκεια του ενός μήνα στον οποίο είχε γίνει ο νέος τακτικός θαμώνας του Creatures, η Λουσίλ είχε διακρίνει αυτόν τον ιδιαίτερο πόνο στο βλέμμα του: σαν καλο- αναθρεμμένο σκυλί που το διώξανε απ’ την αγέλη και κάθεται τώρα μόνο, στην άκρη του μπαρ. Δίπλα στον Μπρόνκο, τον μηχανικό ταύρο που ο Μπεν, ο ιδιοκτήτης του μπαρ, είχε κλέψει από το σετ εκείνης της τεράστιας κινηματογραφικής αποτυχίας, του Καουμπόι των Πόλεων , όταν ήταν φροντιστής. Μια υπό- μνηση ότι το Λος Άντζελες δεν είχε χτιστεί με υπερπαραγωγές, αλλά πάνω σ’ ένα σωρό από οικονομικά κι ανθρώπινα ναυάγια.

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=