Ματωμένη έρημος

Μ Α Τ Ω Μ Ε Ν Η Ε Ρ Η Μ Ο Σ 13 Ένας κοντοστεκόταν ακόμη στην πόρτα της κουζίνας, το πρόσωπό του χλωμό και τρομαγμένο. Μάλλον είχε μπει μέσα για να ικανοποιήσει τη μακάβρια περιέργειά του, σκέφτηκε ο Μπίσλααρ καθώς κατευθυνόταν προς το πλήθος. «Μπίσλααρ» συστήθηκε «και αρχιφύλακες Πέιλ και Γκάαπ. Πόσοι μπήκατε μέσα;». Η απάντηση που πήρε ήταν κατεβασμένα πρόσωπα, χέρια να ψαχουλεύουν ένα καπέλο ή ένα πιστόλι στον γοφό. «Χριστέ μου» μουρμούρισε και πέρασε από δίπλα τους. Ο άντρας στην πόρτα παραμέρισε γρήγορα. «Δεν έμεινε κανένας» είπε του Μπίσλααρ, που του πήρε λίγο χρόνο για να καταλάβει τι εννοούσε. «Αποδώ και στο εξής, δεν θα πλησιάσει κανείς αυτό το σπίτι» φώναξε ο Μπίσλααρ. «Είναι τόπος εγκλήματος, γαμώ- το, όχι κανένας θίασος φρικιών!» Κατάπιε τον θυμό του και ξαναδοκίμασε, πιο ήρεμα: «Παρακαλώ, να φροντίσετε να μη φύγει κανείς από αυτό το μέρος πριν μιλήσω στον καθένα ξεχωριστά! Κατανοητό;». Περίμενε αυστηρά, μέχρι που συμ- φώνησαν. Ύστερα έστριψε και μπήκε στο σπίτι. Πάνω από τον ώμο του, διέταξε τον Πέιλ να φυλάξει την πίσω πόρτα –σε κανέναν δεν επιτρεπόταν η είσοδος, εκτός από το Εγκληματο- λογικό από το Άπινγκτον– και ο Γκάαπ, στο μεταξύ, έπρεπε να πάρει καταθέσεις και να συγκεντρώσει αστυνομικούς για να βρουν τους εργάτες της φάρμας. Ήταν μια εξαιρετικά αποτρόπαια σκηνή. Είκοσι χρόνια στην Αστυνομία της Νότιας Αφρικής, δεν είχε αντικρίσει τίποτα παρόμοιο. Πρώτα είδε το παιδί. Στο πρώτο υπνοδωμάτιο. Ξα- πλωμένο στο πλάι, σε μια λίμνη αίματος. Το αίμα φαινόταν φρέσκο – λίγων ωρών, το πολύ. Το πτώμα της γυναίκας ήταν στο δεύτερο υπνοδωμάτιο. Καθόταν στο πάτωμα, με την πλάτη της να στηρίζεται σε μια καρέκλα. Τα μπράτσα της κρέμονταν ελεύθερα, τα χέρια της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=