Ματωμένη έρημος

K A R I N B R Y N A R D 12 Ίσα που απέφυγε μια λακκούβα. Χτύπησε το κεφάλι του στην οροφή, κατσάδιασε τον εαυτό του – σταμάτα να υπερα- ναλύεις και συγκεντρώσου στον δρόμο: οι λακκούβες είχαν το μέγεθος καταψύκτη. Άκουγε με μισό αυτί τον αρχιφύλακα Πέιλ πίσω του – τον πιο δραστήριο από τους δύο, που δεν μπορούσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό ούτε δευτερόλεπτο, ακόμα κι αν έπρεπε να φωνάζει για να μπορεί να ακούγεται με όλο αυτό το παν- δαιμόνιο από τα χαλίκια που κροτάλιζαν πάνω στο σασί. Κυ- κλοφορούσαν πολλά κουτσομπολιά, έλεγε, για την εργένισσα που είχε τη φάρμα στο Χεϊλβάτερ. Μια εκκεντρική καλλιτέχνι- δα από το Γιοχάνεσμπουργκ. Και για το κοριτσάκι της φυλής Χρίκουα που είχε υιοθετήσει, κι εκείνο τον παράξενο Βουσμά- νο που είχε για διευθυντή της φάρμας. Η φωνή του Πέιλ σχεδόν πνιγόταν καθώς περνούσαν με κρότο πάνω από ένα αυλακω- τό τμήμα του δρόμου, κι έτσι ο Μπίσλααρ δεν μπορούσε πάντα να ακολουθεί τη ροή των λόγων του. Μισή ώρα σέρνονταν, ταρακουνιούνταν και κοπανούσαν τα κεφάλια τους. Ο Πέιλ φλυαρούσε ακατάπαυστα από το πίσω κάθισμα. Ο Γκάαπ, με το ψηλό του κοκαλιάρικο σώμα διπλω- μένο σαν έντομο-κλαράκι δίπλα του, ήταν ευτυχώς λιγότερο ομιλητικός. Κάποια στιγμή βρήκαν τελικά τη στροφή για το Χεϊλβάτερ και σταμάτησαν στην πίσω πόρτα της φάρμας. Ο Μπουτ Πρετόριους καθόταν στα σκαλιά, το μεγάλο του κορμί καμπουριασμένο. Είχε αίμα στα ρούχα του. Κηλίδες στα γόνατα και στους πήχεις. Ακόμα και στα μαλλιά του. Είχε εμετό στο πουκάμισό του κι έναν σκούρο λεκέ στο χέρι που κρατούσε τσιγάρο. Γύρω του ένα σιωπηλό πλήθος: αγρότες από την περιοχή, που ένας Θεός ξέρει από πού είχαν έρθει. Ποιος τους είχε ειδοποιήσει; αναρωτήθηκε φευγαλέα ο Μπίσλααρ. Ο Πρετόριους;

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=