Ματωμένη έρημος

Μ Α Τ Ω Μ Ε Ν Η Ε Ρ Η Μ Ο Σ 11 και ζώα και αγροτικούς δρόμους και άμμο και φίδια και υπερ- βολική-ζέστη-χωρίς-κλιματισμό. Είχε μόλις φτάσει, πανευτυ- χής με τη σκέψη πως τον περίμενε μια ήσυχη δουλειά σε ένα ειρηνικό απομονωμένο μέρος, όταν τα σκατά βρήκαν τον ανε- μιστήρα και άρχισαν να πετάνε προς όλες τις κατευθύνσεις. Έφτασε ακριβώς στη μέση ενός πρωτοφανούς κύματος ζωο­ κλοπών. Και είτε είχε πάψει να είναι αστυνομικός της προκο- πής πια, είτε είχε να κάνει με μια υπερεκλεπτυσμένη μαφία. Γιατί δεν μπορούσε να βρει ούτε τρίχα από αυτούς τους λω- ποδύτες, όσο κι αν προσπαθούσε. Οι αγρότες ήταν στα όρια της απελπισίας. Και εξοργισμέ- νοι, γιατί την είχαν άσχημα. Όλοι ήθελαν αποτελέσματα, συλ- λήψεις – ενώ εκείνος δυσκολευόταν να ξεχωρίσει τον κώλο του από τον αγκώνα, πόσο μάλλον να μπαγλαρώσει μια πανούργα συμμορία από ζωοκλέφτες. Και κάποια στιγμή, δυο βδομάδες μόλις πριν, δύο εργάτες δολοφονήθηκαν βίαια στο Φάαλπουτς. Πρέπει να είχαν πιάσει τους κλέφτες επ’ αυτοφώρω. Απλωμένα εκεί τα απομεινάρια από ένα κοπάδι πρόβατα, κάποια με τους λαιμούς κομμένους, άλλα με τους τένοντες των ταρσών σχισμένους, να βελάζουν και να αιμορραγούν μέχρι θανάτου, όλη νύχτα. Μέχρι που ο αγρότης τα ανακάλυψε το επόμενο πρωί και έδωσε τέλος στο μαρτύριό τους. Και τότε ήταν που βρήκε κάτω από τα κουφά- ρια τα πτώματα των εργατών, των αδερφών Γιάκομπς, ξεσκι- σμένα από τα ποδοπατήματα των πανικόβλητων ζώων. Κι αυτός, ο Αλμπέρτους Μάρκους Μπίσλααρ, καθόταν εκεί σαν κάνας ηλίθιος. Με τους πάντες να τον κοιτάζουν, τον και- νούργιο με τα τόσα χρόνια εμπειρίας. Το Μεγάλο Κεφάλι από τη Μεγάλη Πόλη. Άξιο τέκνο της παλιάς Ομάδας Ληστειών και Δολοφονιών του Γιοχάνεσμπουργκ. Αλλά να τον τώρα εδώ, να τριγυρίζει σαν χαμένη κλανιά. Χωρίς την παραμικρή ιδέα για το τι θα κάνει μετά. Μακάρι να είχε πιάσει τους κλέφτες, η γυναίκα του Χεϊλ- βάτερ και το παιδί της θα ήταν ακόμη ζωντανοί και...

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=