Ματωμένη έρημος

K A R I N B R Y N A R D 10 Το παιδί ήταν μόλις τεσσάρων ετών. «Τεσσάρων, μόνο τεσ- σάρων» έλεγε, ξανά και ξανά. «Πού είναι ο σύζυγος της γυναίκας;» ρώτησε αρκετές φορές ο Μπίσλααρ. «Δεν υπάρχει σύζυγος, γαμώτο» απάντησε άγρια. Ένας επιστάτης μόνο, αλλά κι αυτόν δεν τον έβρισκε πουθενά. Από πού τηλεφωνούσε; Έπεσε μια μεγάλη παύση, λες και ο άντρας έπρεπε να το σκεφτεί. Μετά: «Για όνομα του Θεού, φίλε! Βγες απ’ το σπίτι, τώ- ρα » διέταξε ο Μπίσλααρ. «Περίμενε έξω, έρχομαι». Για μια στιγμή ο Μπίσλααρ δεν κουνήθηκε. Σου λέει μετά ήρεμη η ζωή στην επαρχία, το όνειρό του για μια θέση σε μια ήσυχη μικρή πόλη. Πέταξε τα φίτκουκ στο καλάθι των αχρή- στων και είπε στον αστυφύλακα υπηρεσίας να στείλει κι άλλες ενισχύσεις στο Χεϊλβάτερ. Μάζεψε δυο συναδέλφους και μπή- καν μαζί στο αυτοκίνητο. Ένα Citi Golf. Το μοναδικό διαθέσιμο για δύο συνεπιβάτες. Χωρίς κλιματισμό, με εκατόν ογδόντα χιλιάδες χιλιόμετρα στον μετρητή. Χώθηκαν μέσα, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν τα σαράντα χι- λιόμετρα χωματόδρομου. Ο αρχιφύλακας Πέιλ κάθισε πίσω και ο Γκάαπ στη θέση του συνοδηγού. Ο Μπίσλααρ στρίμωξε το δίμετρο κορμί του πίσω από το τιμόνι. Βρίζοντας μέσα από τα δόντια του, όπως έκανε κάθε φορά που έμπαινε στο μικροσκοπικό αυτοκίνητο: το τιμόνι πολύ κοντά στα γόνατά του, η θέση πολύ στενή, κα- θόλου χώρος για τα πόδια, το κεφάλι του να βρίσκει στην οροφή, κάνοντάς τον να νιώθει εγκλωβισμένος και τσαντισμέ- νος. Αυτό το απόγευμα δεν ήταν εξαίρεση. Είχε ήδη άσχημη διάθεση, ακόμα και πριν ξεκινήσουν για τον τόπο του εγκλή- ματος. Αλλά όλα αυτά δεν τον ενοχλούσαν τόσο όσο το γεγονός ότι ακόμη προσπαθούσε να προσαρμοστεί σε αυτή τη θέση: ένα αληθινό παιδί της πόλης, αμήχανο σε έναν κόσμο με αγρότες

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=