Ματωμένη έρημος

Μ Α Τ Ω Μ Ε Ν Η Ε Ρ Η Μ Ο Σ 17 Dune, έφυγα γύρω στη μιάμιση. Και καθώς επέστρεφα...» Μόρφασε. «Είμαι στη διπλανή φάρμα, το Καρικάμα» είπε. Και όχι, δεν είχε παρατηρήσει τίποτα παράξενα ή ασυνήθιστα οχήματα εδώ κοντά ή στον δρόμο. «Ήθελα μόνο να κάνω μια στάση, το σπίτι είναι πολύ κοντά στον δρόμο και μπορείς να πεταχτείς έτσι στα γρήγορα». Εφτά ακριβώς, πέντε ώρες σχεδόν μετά. Ο Ντίτλεφς είχε μόλις δώσει την άδεια να πάρουν τα πτώματα. Ο οδηγός του ασθε- νοφόρου, ένας άπλυτος που η ανάσα του μύριζε κρασί, δυσκο- λεύτηκε να τα φορτώσει. Ο πιο κοντινός διαθέσιμος παθολο- γοανατόμος βρισκόταν στο Πόστμασμπουργκ. Στην αυλή είχε ξαφνικά πέσει ησυχία. Οι αγρότες είχαν φύγει, η μονομελής ομάδα του Εγκληματολογικού από το Άπινγκτον είχε φύγει. Ο Γκάαπ και ο Πέιλ με τους συναδέλ- φους του ήταν καθ’ οδόν για το τμήμα. Ο Μπίσλααρ είχε μείνει μόνος. Καθισμένος στα πίσω σκαλιά, εκεί που είχε βρει τον Μπουτ Πρετόριους νωρίτερα το απόγευ- μα. Κοιτούσε την αυλή, τους δύο γιγάντιους ευκαλύπτους που έριχναν τη σκιά τους στην πόρτα. Μια σειρά από λευκές ιτιές χώριζε το σπίτι του διευθυντή από το κύριο οίκημα. Μια μεγάλη τσίγκινη δεξαμενή βρισκόταν μπροστά από το σπίτι, ένας ανεμόμυλος δίπλα με την αντλία του να αγκομαχά, να τσιρίζει καθώς έβγαζε νερό, οι αμβλείες του λεπίδες ένα μεταλλικό γκρίζο με φόντο τον ουρανό. Έπεφτε το σούρουπο. Ο ήλιος που έδυε έβαζε φωτιά στη λεπτή σκόνη που αιωρού- νταν πάνω από την αυλή. Ο Μπίσλααρ ένιωθε μια ελαφριά ναυτία. Όχι μόνο εξαιτίας του λουτρού αίματος που είχε δει. Το νερό έφταιγε. Ήταν σε αυτό το εγκαταλελειμμένο από τον Θεό μέρος δυο μήνες τώρα, αλλά ακόμη δεν μπορούσε να συνηθίσει το γλυφό νερό, νερό που έκανε βρομιά το σαπούνι στις επιφάνειες και άφηνε δα- χτυλίδια από άλατα στα ποτήρια. Το σώμα του λαχταρούσε

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=