Ματωμένη έρημος

K A R I N B R Y N A R D 16 τους σταματήσει ο Μπίσλααρ, μια ομάδα από νεαρούς αγρό- τες τον έβγαλαν βίαια από το φορτηγό του και τον έριξαν στο έδαφος, έτοιμοι να τον σπάσουν στο ξύλο. Και μετά να τον πυροβολήσουν. Χρειάστηκε να παρέμβουν ο Γκάαπ, ο Πέιλ και δύο συνάδελφοί τους. Τον έλεγαν Άνταμ ντε Κοκ. Ενδιαφέρουσα φυσιογνωμία ο βουσμάνος επιστάτης που είχε αναφέρει ο Γκάαπ. Ήταν στην πόλη όλη μέρα –με την οικονόμο του Χεϊλβάτερ, την κυρία Μπίσφελ– για να κάνει τα εβδομαδιαία ψώνια του σουπερ- μάρκετ και να προμηθευτεί διάφορα από τον συνεταιρισμό. O Μπίσλααρ τους πήρε στην άκρη, περπάτησε μαζί τους μέχρι το σπίτι του διευθυντή, τριάντα περίπου μέτρα από την κύρια αγροικία. Στάθηκαν στην πίσω βεράντα, όπου τους μίλησε ο Μπίσλααρ. Αλλά ήταν και οι δύο σοκαρισμένοι, δεν ήξεραν τίποτα – η καημένη η γυναίκα φαινόταν συντετριμμένη, με το ζόρι μιλούσε. Κατέρρευσε λέγοντας με κοφτές ανάσες ανάμε- σα σε αναφιλητά για «τα μικρά της», «τον διαβολικό κόσμο», «τους κακούς ανθρώπους», ότι «είχε αργήσει πολύ». Αυτός ο διαβολικός ο κόσμος όντως, σκέφτηκε ο Μπίσλααρ, όσο την παρηγορούσε ο Ντε Κοκ. Δεν είχε πολύ νόημα να τους πιέσει κι άλλο αυτή τη στιγμή. Ο Ντε Κοκ είπε πως θα πήγαινε μέσα την κυρία Μπίσφελ –Οου- τάνα την είπε– για μια κούπα γλυκό τσάι, ενώ ο Μπίσλααρ έμεινε στη βεράντα για να συνεχίσει την ανάκριση. Του είχαν φέρει και τους υπόλοιπους εργάτες για να τους ανακρίνει. Όλοι την ίδια ιστορία: «δεν είδα τίποτα», «δεν άκουσα τίπο- τα». Ήταν φανερό πως τα είχαν όλοι τους χαμένα. Δύο άλλους χρειάστηκε να τους φέρουν από ένα μακρινό σημείο της περιο­ χής, όπου επισκεύαζαν τους φράχτες. Και εκτός του ότι ήταν εμφανώς συγκλονισμένοι, ούτε κι εκείνοι ήξεραν τίποτα. Ο Μπίσλααρ μετά συνέχισε με τους αγρότες που περίμε- ναν. Ξεκίνησε με τον Μπουτ Πρετόριους. «Πήγα στην πόλη το πρωί, ως συνήθως. Στο κατάστημα του συνεταιρισμού και στην τράπεζα. Ένα γρήγορο μπέργκερ στο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=