Σχολομαντείο Μάθημα Τρίτο: Οι Χρυσές Συνάξεις

O I X Ρ Υ Σ Ε Σ Σ Υ ΝΑ Ξ Ε Ι Σ 13 νη την ακόρεστη φρικαλεότητα ανάμεσα στα δροσερά πράσινα δέντρα της Ουαλίας, μπροστά στα πόδια της μαμάς, στον τόπο της γαλήνης που ονειρευόμουν κάθε ώρα και στιγ- μή της παραμονής μου στο Σχολομαντείο. Το μόνο που θα είχα να κάνω, στο κάτω κάτω, θα ήταν να το σκοτώσω. Αυτό που μέχρι πριν από πέντε λεπτά φάνταζε απολύτως ακατόρθωτο, τόσο ακατόρθωτο που απλά είχα χλευάσει την ιδέα, μετατράπηκε τώρα σ’ ένα μικρό και αμελητέο εμπόδιο, από τη στιγμή που η εναλλακτική ήταν να το αφήσω να φάει τον Ωρίωνα. Ήμουν πολύ καλή στο να σκοτώνω πράγματα. Θα έβρισκα έναν τρόπο. Μάλιστα, ένα σχέδιο είχε ήδη αρχί- σει να παίρνει μορφή στο κεφάλι μου, εκεί στο πίσω μέρος του μυαλού μου όπου ο ωρολογιακός μηχανισμός της στρατηγικής σκέψης δε σταματούσε ποτέ να λειτουργεί ψυχρά μετά από τέσσερα χρόνια στο Σχολομαντείο. Θα πολεμούσαμε μαζί την Υπομονή. Θα τη σκότωνα, εξαλείφοντας δέκα δέκα τις ζωές που είχε καταπιεί, και ο Ωρίωνας θα έπαιρνε όλο εκείνο το μάνα και θα το διοχέτευε πίσω σ’ εμένα. Οι δυο μαζί θα δημιουρ­ γούσαμε έναν ατέρμονο κύκλο θανάτου μέχρι το αβυσσο-στό- μα να αφανιστεί. Θα πετύχαινε, θα πετύχαινε. Είχα πείσει τον εαυτό μου. Και δεν τράβηξα τα χέρια μου. Δεν τράβηξα τα χέρια μου. Απωθήθηκα. Πάλι. Με έσπρωξε ο ίδιος ο Ωρίωνας. Αυτός το έκανε σίγουρα, μιας και τα αβυσσο-στόματα δεν αφήνουν ποτέ κανέναν. Το μάνα που διοχέτευα στο ξόρκι επίκλησης προερχόταν από την πηγή τροφοδοσίας της αποφοίτησης, που εξακολουθούσε να είναι άπειρη, σάμπως όλοι οι μαθητές του σχολείου να συνέ- χιζαν να βάζουν μάνα στην κοινή μας προσπάθεια. Όμως αυ- τό δεν έβγαζε νόημα. Όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. Είχαν βγει

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=