Σχολομαντείο Μάθημα Τρίτο: Οι Χρυσές Συνάξεις

NAOM I NOB I K 12 παρελθόν. Και αυτό το τελευταίο τον έκανε τόσο απερίγραπτα ηλίθιο που ήταν απόλυτη ανάγκη να τον βγάλω έξω , απόλυτη ανάγκη να τον φέρω εδώ, ούτως ώστε να μπορέσω να του βάλω τις φωνές μέχρι να του δώσω να καταλάβει ακριβώς πόσο ηλίθιος ήταν. Γαντζώθηκα από αυτή την οργή. Η οργή μού επέτρεπε να συνεχίσω να κρατιέμαι, παρά το γεγονός ότι ένα σιχαμερό ανα- γουλιαστικό αβυσσο-στόμα προσπαθούσε να μου ρουφήξει τα δάχτυλα, γλείφοντας το δέρμα και την ασπίδα μου, σαν παιδί που προσπαθεί να πιπιλίσει τη σκληρή καραμέλα για να φτάσει στην πλουσιότερη γλύκα πιο μέσα, προσπαθώντας να φτάσει σ’ εμένα, προσπαθώντας να φτάσει σε κάθε σπιθαμή του είναι μου, έτσι ώστε να με καταβροχθίσει ολόκληρη μετατρέποντάς με σε ορθάνοιχτα μάτια και στόμα που ουρλιάζει. Οργή, και φρίκη, γιατί σκόπευε να το κάνει στον Ωρίωνα , στον Ωρίωνα που βρισκόταν ακόμη στην αίθουσα αποφοίτησης μαζί του. Οπότε, δεν άφησα τα χέρια μου. Με τα μάτια καρ- φωμένα στον κατοπτρικό νερόλακκο, σημάδεψα με δολοφο- νική μανία κάπου πέρα από το θολό, δυσδιάκριτο περίγραμμα του ώμου του, εκτελώντας ξανά και ξανά το καλύτερο και τα- χύτερο ξόρκι θανάτου που ήξερα, νιώθοντας κάθε φορά μια χαβούζα σήψης να γλιστράει γύρω από τα χέρια μου, ώσπου με κάθε ανάσα που έπαιρνα κατάπινα κύματα ναυτίας, και τα « À la mort!» κυλούσαν από τη γλώσσα μου μαζί με κάθε εκπνοή μου, και τα όρια μεταξύ τους έγιναν τόσο δυσδιάκριτα, ώσπου τελικά ο ίδιος ο ήχος της ανάσας μου σήμαινε θάνατο. Και ούτε στιγμή δεν τράβηξα τα χέρια μου, προσπαθώντας να τρα- βήξω τον Ωρίωνα αποκεί. Τι κι αν αυτό σήμαινε πως θα έφερ- να και το αβυσσο-στόμα έξω στον κόσμο, και θα άδειαζα εκεί-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=