Μάρτυς μου ο Θεός

ΜΑΡΤΥΣ ΜΟΥ Ο ΘΕΟΣ 13 Όταν κάποιος έχει πτωχεύσει, κοιτάει πώς να τη βγάλει χωρίς λεφτά. Θέλει να πιει κάπου έναν καφέ δωρεάν. Θέλει να καθίσει κάπου και να μιλήσει. Έχω κάνει μεγάλη έρευνα επί της αφραγκίας. Γι’ αυτόν το λόγο κάθε Κυριακή πρωί, μετά τη λειτουργία στην Αγία Ειρήνη, στην Αιόλου, περνάω από την Αγγλικα- νική Εκκλησία, όπου προσφέρουν καφέ. Κι αν μάλιστα μπεις μέσα και παρακολουθήσεις τη λειτουργία τους, σου κάνουν δώρο κι ένα θρησκευτικό βιβλίο. Στα αγγλικά βέ- βαια. (Μπορεί να μη μιλάω τη γλώσσα αλλά κανένα βιβλίο δεν πάει στράφι μαζί μου). Προσπαθώ να τη βγάλω λάθρα. Ναι. Η μητέρα μου είναι ένας άγιος άνθρωπος, μια γυναίκα κα- θαρά οικογενειακή, υπηρεσιακή – ο φύλακας του σπιτιού. Αλλά τρομαγμένη. Τη θυμάμαι να στέκεται όρθια πίσω απ’ την πλάτη του πατέρα μόλις του έβαζε το πιάτο στο τραπέ- ζι ή να γελάει με την ψυχή της ολομόναχη, κρυφά, μισοχω- μένη στην ντουλάπα την ώρα που κρεμούσε τα σιδερωμένα του πουκάμισα. Την κοιτούσα φοβισμένος και σκεφτόμουν «πάει, τρελάθηκε η μαμά». Η αδερφή μου η μεγάλη είναι καθηγήτρια θεολόγος σε γυμνάσιο. Κοπέλα της μελέτης. Αυστηρή και σεμνή. Ξε- χώρισε από όλη την οικογένεια και τα σόγια. Εξαιρετικά

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=