Η μαριονέτα

D A N I E L C O L E 34 Ο Γουλφ κοίταξε την πολυκατοικία του απέναντι. Πολλά από τα παράθυρα παρέμεναν σκοτεινά, σε άλλα υπήρχαν ενθουσια- σμένα πρόσωπα, άνθρωποι που τραβούσαν με τα κινητά τους το θέαμα που εκτυλισσόταν κάτω, πιθανόν ελπίζοντας να καταγρά- ψουν κάτι φρικαλέο για να δείξουν στους φίλους τους το πρωί. Το ελάχιστο φως στον τόπο του εγκλήματος δεν τους επέτρεπε να δουν μέσα, διαφορετικά το σημείο όπου βρίσκονταν θα θεω- ρούνταν πρώτης τάξεως παρατηρητήριο. Ο Γουλφ μπορούσε να δει μέσα στο διαμέρισμά του, λίγα παράθυρα πιο πέρα. Στη βιασύνη του είχε αφήσει όλα τα φώτα αναμμένα. Ακόμα κι από αυτή την απόσταση, διέκρινε ένα χαρ- τόκουτο στο κάτω μέρος της στοίβας με τις λέξεις «Παντελόνια και Πουκάμισα» γραμμένες πάνω του. «Αχά!» Ο Σίμονς πλησίασε ξανά τον Γουλφ και έτριψε τα κουρασμέ- να μάτια του. Στάθηκαν αμίλητοι, εκατέρωθεν του κρεμασμένου πτώματος, παρατηρώντας τα πρώτα σημάδια του πρωινού να βεβηλώνουν τον σκοτεινό ουρανό. Ακόμα και πάνω από τον θό- ρυβο στο δωμάτιο, μπορούσαν να ακούσουν το ήρεμο κελάηδημα των πουλιών έξω. «Τι λες, είναι το πιο αποκρουστικό θέαμα που έχεις δει στη ζωή σου;» αστειεύτηκε κουρασμένος ο Σίμονς. «Το δεύτερο, με μικρή διαφορά» απάντησε ο Γουλφ, χωρίς να πάρει το βλέμμα του από το κομμάτι του βαθυγάλανου ουρανού που ολοένα απλωνόταν. «Το δεύτερο; Θέλω άραγε να μάθω τι είναι χειρότερο από αυτό... αυτό το πράγμα;» Ο Σίμονς κοίταξε άλλη μια φορά διστακτικά τα παράταιρα μέλη που κρέμονταν ενωμένα. Ο Γουλφ χτύπησε απαλά το τεντωμένο δεξί χέρι του σώματος. Η παλάμη έδειχνε χλωμή σε σχέση με το υπόλοιπο μαυρισμένο

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=