Μάνη

Μ Α Ν Η 19 της τράπεζας στη χαύνη Σπάρτη, περίμενε με το τζιπ του όπως είχε υποσχεθεί, και, καθώς στρίβαμε και ξαναστρίβαμε μέσ’ από το δροσερό δάσος ως εκεί που άρχιζε το μεγάλο ανηφορικό ζιγκ ζαγκ, επανέλαβα τις ερωτήσεις μου σχετικά με τους κατοίκους της Αναβρυτής. «Ναι» είπε κορνάροντας για να περάσει μέσ’ από ένα κουδουνιστό κοπάδι γίδια, με ένα μπερδεμένο δασάκι από στριφογυριστά κέρατα να μας περιβάλλει για μια στιγμή · «όλοι λένε ότι είναι Εβραίοι, αλλά κανείς δεν ξέρει γιατί, ή από πού κρατάει η σκούφια τους. Μάλλον είναι ανοησίες». Ήταν πολύ περίεργο. Ίσως είχε δίκιο. Και εντούτοις ο ελλη­ νικός κόσμος, με όλες του τις αφομοιώσεις, τις διασπορές και τις οδύσσειες περιπλοκές, είναι ένα αστέρευτο κουτί της Παν­ δώρας από ιδιορρυθμίες και εξαιρέσεις σε κάθε πιθανό κανόνα. Συλλογίστηκα το πλήθος των παράξενων κοινοτήτων: τους δια­ σκορπισμένους μπεκτασήδες και τους Ρουφογιάννηδες, τους μεβλεβήδες δερβίσηδες του Πύργου των Ανέμων, τους Λιάπηδες του Σουλίου, τους Πομάκους της Ροδόπης, τους Κιζιλμπάσηδες κοντά στον Κέχρο, τους αναστενάρηδες της Μαυρολεύκης, τους Λαζούς από τις ακτές του Πόντου, τους λινοβάμβακους –κρυ­ πτοχριστιανούς μουσουλμάνους της Κύπρου–, τους ντονμέδες –κρυφο-εβραίους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης και της Σμύρνης–, τους σλαβόφωνους της βόρειας Μακεδονίας, τους Κουτσόβλαχους της Σαμαρίνας και του Μετσόβου, τους Τσάμη­ δες της Θεσπρωτίας, τους σκορπισμένους Σουλιώτες της Ρού­ μελης και των Επτανήσων, τους Αλβανούς της Αργολίδας και της Αττικής, τους διακονιάρηδες Κραβαρίτες της Αιτωλίας, τους περιπλανώμενους κομπογιαννίτες της Ευρυτανίας, τους φαλλο­ φόρους μπουρανίτες του Τυρνάβου, τους Καραμανλήδες της Καππαδοκίας, τους Τσάκωνες του Αργολικού Κόλπου, τους Αγια­ σώτες της Λέσβου, τους καθολικούς Φραγκολεβαντίνους των

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=