Μάνη

Μ Α Ν Η 17 τια έμοιαζε να κοιτάζουν στον καθρέφτη μέσ’ από μια τρύπα σε μια μαύρη θημωνιά. «Όχι» είπε, «μιλάνε ελληνικά σαν όλους μας. Όταν ο όσιος Νίκων ο Μετανοείτε, ο απόστολος των Λακώνων, προσηλύτισε τους προγόνους μας στον Χριστιανισμό, αυτοί οι άνθρωποι ζού­ σαν στον κάμπο. Κατέφυγαν στα κατσάβραχα κι από τότε ζουν εκεί. Εκκλησιάζονται και μεταλαβαίνουν. Είναι καλοί άνθρωποι, αλλά είναι Οβριοί». «Φυσικά είναι» ξανάπε ο γέρος Αρκάδας. Ξυρισμένος και κουρεμένος τώρα, και καθαρισμένος με τη βούρτσα από τα ξα­ κρίδια, έκανα να φύγω. Ο γέρος έσκυψε από το παράθυρο στη σπαρτιάτικη κάψα και, κουνώντας τη μαγκούρα του, φώναξε ξανά την προειδοποίησή του, ότι θα μας έγδερναν ζωντανούς, μέσ’ από τα ούλα του που μόρφαζαν, με το μοναδικό τους γκρί­ ζο σκυλόδοντο. Αυτός που μας οδήγησε στα ψηφιδωτά –τη μόνη αρχαιότητα, και μάλιστα ελληνορωμαϊκή, που επιβίωνε στη σύγχρονη Σπάρ­ τη– είχε την ίδια ιστορία να πει. Ήταν παράξενη φάρα, και Εβραίοι… Κατεβήκαμε μερικά σκαλιά στο κατόπι του, κάτω από μια αυτοσχέδια οροφή. Κλίνοντας τον καρπό, άδειασε μια κα­ νάτα πάνω σε μια γκρίζα θολούρα στο σκονισμένο δάπεδο. Το νερό έπεσε φτιάχνοντας ένα μεγάλο μαύρο αστέρι και, καθώς απλωνόταν στις παρυφές, φιγούρες εμφανίστηκαν, χρώματα ζωντάνεψαν και υπέροχες σκηνές πρόβαλαν. Ο Ορφέας με φρυ­ γικό σκούφο έπαιξε τη λύρα του καταμεσής σ’ ένα μαγεμένο ζωικό ακροατήριο από κουνέλια, λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, ελά­ φια, φίδια και χελώνες. Έπειτα, θηλυπρεπής και απαλός σαν τον Αντίνοο, ο Αχιλλέας αναδύθηκε ανάμεσα στις γυναίκες της

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=