Μάγκας
Ο Μ Α Γ Κ Α Σ [9] — Μα δεν το είπα μπροστά του, δικαιολογήθηκε ο Βρασίδας. — Ακόμα χειρότερο. Φοβάσαι να το πεις μπροστά του και το λες πίσω του. — Πφφφ... έκανε ο Βρασίδας, ένας παλιοδούλος... Αυ- τή τη φορά δεν κρατήθηκε ο Λουκάς και του ρίχθηκε. Μ’ αυτός, που κάτι ήξερε από τις γροθιές του Λουκά, δεν τον περίμενε. Μ’ έναν πήδο βρέθηκε στην πόρτα, κατέβηκε κουτρουβαλιστά κι έφυγε, χωρίς καν να πάρει το καπέλο του. Κάθε άλλη ώρα θ’ αρπούσα το καπέλο αυτό στα δό- ντια μου και θα το έκανα κουρέλι. Μα όλη αυτή η κου- βέντα με είχε μελαγχολήσει τόσο, που ούτε κούνησα. Ενώ ο Λουκάς εξακολουθούσε να γράφει, εγώ ακού- μπησα το κεφάλι μου στα πόδια μου και αφέθηκα στη συλλογή. Όσο και αν αγαπούσα τον Λουκά και αν αντιπαθούσα τον Βρασίδα, αυτή τη φορά δεν μπορούσα να δώσω δίκαιο στον αγαπημένο μου. Ακούσετε την ιστορία του καβγά. Ο Βρασίδας ήθελε να κόψει ένα μεγάλο τσαμπί άγου- ρες μπανάνες που κρέμουνταν σε μια μπανανιά. Ο Βασί- λης ο περιβολάρης τον εμπόδισε. Είπε πως ήταν πολύ πράσινες ακόμα, πως έπρεπε πρώτα να κιτρινίσουν οι μπανάνες της απάνω σειράς, και τότε μόνο να κοπεί το τσαμπί και να μπει στην ψάθα, για να ωριμάσουν και οι άλλες. Τίποτα ο Βρασίδας. Επέμεινε και θύμωσε. Και μόλις γύρισε ο Βασίλης τη ράχη, τον είπε «ζώο». Τότε θύμωσε και ο Λουκάς και τα δυο εξαδέλφια μάλωσαν.
Made with FlippingBook
RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=