Οι μαγεμένες

37 Ο Ι Μ Α Γ Ε Μ Ε Ν Ε Σ είναι χριστιανός, έχει το ίδιο πάθος μ’ εμάς για το θέμα που θα σας μιλήσω. Ας πούμε πως το όνομά του είναι Ζαχαρίας… Ζαχαρίας εφέντη…» Ο Δάσκαλος ήταν πάντα ξεκάθαρος και σταράτος στα λόγια του. Τούτη τη φορά όμως κάπως μασημένα τα ’λεγε, και όλοι έστρεψαν με περιέργεια τα κεφάλια τους προς τα εκεί που έδειχνε, στο πιο σκοτεινό σημείο της κάμαρας. Ένας άνδρας είχε μόλις ανασηκωθεί, ελάχιστοι τον είχαν προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή · η αλήθεια είναι πως παραείχε σκο- τάδι εκείνο το βράδυ και το γεγονός αυτό όλους τους είχε παραξενέψει. Πήγε ένα βήμα μπροστά ο άγνωστος και, βγά- ζοντας το καπέλο του, έσκυψε κάπως σαν να έκανε μια μικρή υπόκλιση. Ύστερα επέστρεψε στην ασφάλεια του σκοταδιού που τον τύλιγε τόση ώρα. Ηβιασύνη αυτή δημιούργησε σε όλους την εντύπωση – έως πεποίθηση– πως ήθελε να κρυφτεί ξανά. Όσοι στέκονταν μπροστά πρόλαβαν να δούνε τη μια πλευρά του προσώπου του, αυτή που φώτισε αμυδρά το κερί πριν σβήσει διά παντός με κάτι σαν λυγμό. Ήταν το πρόσωπο ενός σοβαρού μεσή- λικα, που τίποτα δεν τους θύμιζε, δεν τον είχαν ματαδεί, όρκο έπαιρναν! Μόνο την ενδυμασία αναγνώριζαν: το μακρύ τσόχινο ρούχο σε συνδυασμό με το καλπάκι δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Αιώνες ζούσαν μαζί, αλίμονο να μην αναγνώριζαν έναν Εβραίο με την πρώτη ματιά! Οι περισσότεροι δυσανασχέτησαν που ο άγνωστος δεν ήταν χριστιανός, αλλά δεν το έδειξαν. Ο καθένας έκανε υπο- θέσεις και σχέδια με τον νου του, οι περισσότεροι κατέληξαν

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=