Οι μαγεμένες

34 Μ Α Ι Ρ Η Κ Ο Ν Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ στην αργία χέρια τους, κάποιο παλικαρόπουλο, πάνω στο τραπέζι που αργοπέθαινε το κερί, ψιλόκοβε καπνό και μετά τον μοίραζε στους γύρω του…και δώσ’ του πάλι το ντουμά- νι. Αυτό είχε ερεθίσει τα ροζ ρουθούνια του γάτου που κοι- μόταν με το ένα μάτι ανοιχτό, για κάθε ενδεχόμενο, απόξω. Ανάμεσα στους τόσους άνδρες ήσανε και δυο γυναίκες, καλυμμένες όπως οι μουσουλμάνες από την κορφή ως τα νύχια. Κάθονταν, θαρρείς, στο ένα μερί, έτοιμες να το βάλουν στα πόδια, με το κεφάλι κατεβασμένο, μην τύχει και αντα- μώσουν οι ματιές τους με τις ματιές κάποιου γνωστού που δεν θα έπρεπε να τις δει εκεί. «Μη σκιάζεστε» τους είχε καθησυχάσει ο Δάσκαλος μόλις κατάλαβε –όχι πως δεν το ήξερε ότι έτσι θα γινόταν– ότι οι περισσότεροι τις κοιτούσαν περίεργα. «Μη σκιάζεστε. Αυτές είναι οι κοπέλες που αναθρέφουν τους νέους αγωνιστές! Το αίμα τους βράζει, θέλουν την επανάσταση περισσότερο και από μας, να μη μεγαλώσουν τα παιδιά τους σκλαβωμένα!» Όλοι είχαν δυσανασχετήσει, μακάρι να μην ήταν οι δικές τους θυγατέρες ή εγγόνες, και είχαν χαϊδέψει αμήχανα τα μουστάκια τους. Αυτά δεν ήσαν γυναικείες δουλειές. Τη γέν- νηση γερών γιων τούς είχε αναθέσει ο Κύριος, ξεκάθαρα πράγματα. Κάποιοι, ένας δυο μόνο, είχαν διαμαρτυρηθεί χαμηλόφωνα, αν ήταν ποτέ δυνατόν να πιστεύει αυτό που μόλις είχε πει ο ευλοημένος ο Δάσκαλος, πως τα θηλυκά δηλαδή ποθούσαν την επανάσταση πιότερο από κείνους! Ο σπιτονοικοκύρης, φίλος καρδιακός του Δάσκαλου, κά- θε τόσο κοιτούσε όξω από το μικρό σιδερόφρακτο παράθυ-

RkJQdWJsaXNoZXIy MTY1MTE=